Κάποτε, σ’ένα παζάρι ζώων, δυο γαϊδουράκια αδέρφια βρέθηκαν να περιμένουν τον νέο ιδιοκτήτη τους να τα αγοράσει.
Τα γαϊδουράκια μας είχαν γεννηθεί σ’ένα μεγάλο αγρόκτημα και μεγάλωναν ελεύθερα στην αυλή του, παίζοντας και τρέχοντας.
Ο νέος ιδιοκτήτης αγόρασε και τα δυο γαϊδουράκια και ευθύς τους φόρεσε καπίστρι και σέλα και τα έβαλε στη δουλειά. Στην αρχή, τα ζωάκια αντιδρούσαν μη μπορώντας να καταλάβουν το λόγο για τον οποίο φόρεσαν καπίστρι, όμως μετά από αμέτρητες βουρδουλιές και βρισιές του ιδιοκτήτη τους, έσκυψαν το κεφάλι και υποτακτικά έκαναν τις δουλειές που ήθελε το αφεντικό τους να κάνουν.
Άλλωστε ήταν κι εκείνο το γουρούνι στο αγρόκτημα που τους έλεγε συνεχώς: « Είστε γάιδαροι… η υπομονή είναι στη φύση σας…μην αντιδράτε…θα εξοργίσετε το αφεντικό και θα την πληρώσουμε όλοι μας μετά».
Ήταν όμως κι εκείνο το πουλάκι, ένα κοτσύφι που είχε μεγαλώσει μαζί τους και κάθε φορά που έβγαιναν για δουλειά τα γαίδουράκια, πετούσε δίπλα στο αυτί τους και τους φώναζε:« θυμάσαι φιλαράκι μου που έτρεχες στο καταπράσινο λιβάδι και κυλιόσουν στο χώμα ελεύθερος;Θυμάσαι τότε που δεν φόραγες καθόλου καπίστρι και σέλα και κυνηγούσαμε μαζί τις πεταλούδες; Τώρα γιατί έσκυψες το κεφάλι και είσαι μόνο για δουλειά και τίποτα άλλο; Δεν αντέχω να σε βλέπω τόσο θλιμμένο…»
Το γαϊδουράκι όταν τέλειωνε η δουλειά και επέστρεφε στο στάβλο, θυμόταν την ελευθερία και τα τρελά παιχνίδια που απολάμβανε κι έλεγε στο αδερφάκι του:« Θυμάσαι πόσο καλά περνούσαμε όταν είμασταν ελεύθεροι; Γιατί και τώρα να μην απολαμβάνουμε αυτή την χαρά και την ελευθερία; Ποιος έδωσε στο αφεντικό μας τη δύναμη να μας φοράει καπίστρι, να μας ταΐζει ελάχιστα και να μας δέρνει για να δουλεύουμε σχεδόν όλη μέρα;
Αύριο θα δουλέψουμε όσο αντέχουμε και μετά θα του δείξουμε πως χρειαζόμαστε ξεκούραση και λίγες ώρες ελευθερία στο λιβάδι…Τί λες;»
Όμως, το αδερφάκι του δεν είχε την ίδια γνώμη…:« Δεν θυμάμαι το λιβάδι και τα παιχνίδια που λες…τρελάθηκες; Αν δεν κουβαλήσουμε ξύλα θα φάμε βουρδουλιές και θα μείνουμε νηστικοί.»
Ο καιρός περνούσε, τα γαϊδουράκια μεγάλωναν ώσπου το ένα αποφάσισε να διεκδικήσει το δίκιο του. Δούλεψε και μόλις έφτασε το μεσημέρι,πήγε κοντά στο αφεντικό του ,που καθόταν στη σκιά και ξεκουραζόταν κι έκατσε κι αυτό πλάι του…
Το αφεντικό φανερά ενοχλημένο, πήρε το βούρδουλα κι άρχισε να δέρνει το ζώο. «Δε βλέπεις τον αδερφό σου που δουλεύει ακούραστα; Μπρος τεμπέλη στη δουλειά γρήγορα» Ο αδερφός του όμως ακούγοντας το αφεντικό να βρίζει τον αδερφό του και νιώθοντας κι ο ίδιος την αδικία αλλά κυρίως νιώθοντας προσβεβλημένος που το αφεντικό τον σύγκρινε με εκείνον,σκέφτηκε τί θέλει κι ο ίδιος για τον εαυτό του…κι αποφάσισε πως ο αδερφός του είχε απόλυτο δίκιο και πως το αφεντικό τους εκμεταλλευόταν και δεν νοιαζόταν για κανένα ζωάκι στο αγρόκτημα. Παράτησε λοιπόν τη δουλειά κι έτρεξε κοντά τον αδερφό του…
Το γουρούνι έκπληκτο και γοητευμένο από το θάρρος και των δυο ζώων, πήρε την απόφαση να προστατέψει τους συγκατοίκους του στο στάβλο και στάθηκε κι εκείνο στο πλευρό τους… Το πρόβατο και οι κατσίκες ακολούθησαν κι αυτά , γιατί είχαν δει το μέλλον που τους περίμενε …τη σφαγή τους.
Όλα ,μα όλα τα ζωάκια στάθηκαν απέναντι στο σκληρό αφεντικό τους, ο οποίος τρόμαξε μπροστά στην ένωση και στην ομόνοια των ζώων και μην έχοντας άλλη λύση φρόντιζε στο εξής να απολαμβάνουν τα ζωάκια την φύση , να παίζουν ελεύθερα στο λιβάδι και να τρώνε το φαγητό που έπρεπε…
Τώρα στο αγρόκτημα, η ζωή είναι τελείως διαφορετική…
Τα ζωάκια εργάζονται,αλλά είναι χαρούμενα και ήρεμα, απολαμβάνουν την παρέα μεταξύ τους και νιώθουν περηφάνεια που όλα μαζί συνέβαλλαν να αλλάξει η ζωή στο αγρόκτημα. Στα άλλα αγροκτήματα έχουν την ένωση τους ως ζωντανό παράδειγμα κι έχουν καταλάβει πως αν ο ένας αδερφός στηρίζει τον άλλον στο δίκαιο, τότε κανένα αφεντικό δεν μπορεί να υπάρξει για να τους δυναστεύσει.
Α.Κ.