Ο Στάλιν εξόντωσε 38.000 Ελληνες. Πογκρόμ σε τρία κύματα, 1930 – 1949, στη Σιβηρία
Πάνω από 38.000 Ελληνες εξοντώθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν. Ελάχιστοι βγήκαν ζωντανοί από τα φοβερά κάτεργα. Μία από τις τελευταίες επιζήσασες, η 93χρονη σήμερα Κλεοπάτρα Μουφίδου, μιλά στην «Κ», φωτίζοντας το άγνωστο -σε όλες του τις πτυχές- πογκρόμ εναντίον χιλιάδων αθώων.Τρία κύματα διωγμών «σάρωσαν» τους Ελλήνες της Σοβιετικής Ενωσης, από το 1930 έως το 1949.
38.000 Ελληνες στα γκούλαγκ της Σιβηρίας
Οι τελευταίοι επιζήσαντες από τους διωγμούς του Στάλιν φωτίζουν με τις μαρτυρίες τους την «περίοδο του μεγάλου τρόμου»
Του Σταυρου Τζιμα
Το ζήτημα των διωγμών και της εξόντωσης χιλιάδων Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης στα φοβερά γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν, φωτίζουν μαρτυρίες επιζώντων του μεγάλου –και εν πολλοίς άγνωστου, σε όλες του τις πτυχές– αυτού πογκρόμ, αφηγήσεις συγγενών ανθρώπων που πέθαναν στα κάτεργα και ιστορικών που ερευνούν την υπόθεση, στην «Κ».
Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.
Τρία κύματα διωγμών σε 12 χρόνια
Στα τέλη του 1937, η Σοβιετική Ενωση ζούσε την κορύφωση της «περιόδου του μεγάλου τρόμου». Οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων του σταλινικού καθεστώτος είχαν λάβει τη μορφή επιδημίας. Η δολοφονία του Κίρωφ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, προσχεδιασμένη από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων του δικτάτορα, που εξελίχθηκε σε φοβερό πογκρόμ.
Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».
Επιχειρήσεις εκκκαθάρισης
Ο Στάλιν μαζί με τους εσωκομματικούς αντιπάλους και τους αντικαθεστωτικούς αποδείχθηκε ότι είχε θέσει στο στόχαστρό του και τις μικρότερες εθνότητες που ζούσαν στην αχανή σοβιετική επικράτεια. Πίστευε, πιθανότατα, κατά τους μετέπειτα μελετητές της περιόδου εκείνης, ότι σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Γερμανία ή τις άλλες «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», Πολωνοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Γερμανοί, Ελληνες, Φινλανδοί, Ρουμάνοι κ.ά. θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «πέμπτη φάλαγγα» συστρατευόμενοι με τον εχθρό. Η απαλλαγή, λοιπόν, από τους δυνάμει «υπονομευτές» ήταν ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.
Σε στρατόπεδα εργασίας
Οπως λέει ο κ. Ιβάν Τζούχα, ομογενής από τη Ρωσία, που επί χρόνια ερευνά την ιστορία της δίωξης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι 38.000 ελληνικής καταγωγής σοβιετικοί πολίτες εξαφανίστηκαν στη «μαύρη τρύπα» των γκούλαγκ του Στάλιν. Η ελληνική επιχείρηση ήταν η υπ’ αριθμόν 13 και το 50% των ομογενών συνελήφθησαν τις πρώτες τρεις μέρες με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας! Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν αμέσως. Μόνο στην περιοχή του Ντονέτσκ, στην Κριμαία, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου του 1938 τουφεκίστηκαν χωρίς δίκη 3.140 Ελληνες.
Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζανσαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
«Τον πήραν»
Τα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος άρπαζαν μέσα στη νύχτα τους άνδρες, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις στους ίδιους ή στους συγγενείς. Ουδείς βεβαίως τολμούσε να ρωτήσει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά όλοι υποψιάζονταν τι τους περίμενε. Το μόνο που ψέλλιζαν αν κάποιος ρωτούσε ήταν: «τον πήραν». «Αυτό το ρήμα προκαλούσε φρίκη στην τότε Σοβιετική Ενωση, γιατί σήμαινε φοβερά πράγματα», συνεχίζει ο ομογενής ερευνητής και προσθέτει ότι μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, οπότε άρχισε η αποσταλινοποίηση, άρχισαν να βγαίνουν τα όσα έγιναν εις βάρος και των Ελλήνων.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.
Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».
Επτασφράγιστα αρχεία
Δεν είναι εύκολο το έργο του καθώς τα περισσότερα αρχεία της KGB και των άλλων μυστικών υπηρεσιών παραμένουν επτασφράγιστα. Οι διωχθέντες την περίοδο του «μεγάλου τρόμου» αποκαταστάθηκαν μαζί με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες που διώχθηκαν, όχι όμως και οι Ελληνες που δολοφονήθηκαν και εξορίστηκαν κατά το τρίτο κύμα των διωγμών.
Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.
«Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν»
Συνάντησα την Κλεοπάτρα Μαρουφίδου στα μέσα Ιουνίου στον Ελληνορωσικό Οίκο Υπερηλίκων, ένα γηροκομείο της Ρωσικής Εκκλησίας στην οδό Ηλεκτρουπόλεως στην Αργυρούπολη. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, τα ’χει τετρακόσια. Διαβάζει με τις ώρες, βοηθάει στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του ιδρύματος, παρακολουθεί την αλληλογραφία του γηροκομείου, συζητάει επί παντός επιστητού με τις νεαρές νοσηλεύτριες. Στα ράφια του πεντακάθαρου μικρού δωματίου, πολλά βιβλία Ρώσων συγγραφέων και ποιητών –Πούσκιν, Τολστόι, Αχμάτοβα, κ.ά.–, στους τοίχους φωτογραφίες σοβιετικών ηθοποιών, του Πατριάρχη Μόσχας κ. Αλέξιου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ένα πορτρέτο του ντράμερ των Μπιτλς, Ρίνγκο Στάρ!
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.
Από το Ιρκούτσκ στη Μόσχα
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ, στην ανατολική Σιβηρία, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν συρρεύσει πολλοί Ελληνες από τη νότια Ρωσία για να εργαστούν στο υπό κατασκευήν σιδηροδρομικό δίκτυο και στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Εκεί, στην αφιλόξενη σιβηρική γη, οι Ελληνες πρόκοψαν ως τεχνίτες, μαστόροι και μικρέμποροι και γρήγορα κατέκτησαν περίοπτη θέση στην κοινωνία, όπου μάλιστα οι τοπικές αρχές έδωσαν το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο του Ιρκούτσκ. Οταν το 1930 ο Στάλιν ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις εναντίον των κουλάκων (σ.σ. μεγαλοαγροτών) η μπάλα πήρε και τους ευκατάστατους Ελληνες, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κατέφυγαν στη Μόσχα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, μήπως χαθούν και γλιτώσουν.
Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, όπως έμαθα αργότερα, τρεις μέρες μετά την εφαρμογή της ντιρεκτίβας εναντίον των Ελλήνων, τον εκτέλεσαν ως κατάσκοπο των Ελλήνων».
Δέκα μήνες στη φυλακή
Επιστρέφοντας στο Μουρμάνσκ, στην παραθαλάσσια αυτή πόλη του παγωμένου ρωσικού βορρά, όπου εν τω μεταξύ είχε τοποθετηθεί ως λογίστρια σε ανώτερη κρατική υπηρεσία, δεν μπορούσε να φανταστεί τι την περίμενε. «Μια μέρα μετά τη ντιρεκτίβα, είχαμε εκλογές θυμάμαι, ξύπνησα νωρίς για να τακτοποιήσω στο γραφείο κάποιες εκρεμμότητες και μετά να πάω να ψηφίσω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και υπέθεσα ότι με ψάχνουν από το γραφείο γιατί είχα αργήσει. Ηταν δυο άντρες της NKVD, που με συνέλαβαν και με οδήγησαν στη φυλακή. Δεν είχα ιδέα γιατί μ’ έπιασαν και πού με πήγαιναν. Με ρωτούσαν διαρκώς πού είναι το λιμάνι, αλλά εγώ δεν κυκλοφορούσα στην πόλη και δεν ήξερα. Οταν ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέδειξα μια κατεύθυνση, είπαν ότι αυτό είναι απόδειξη ότι είμαι κατάσκοπος.
Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»
Εξορία στο Καζακστάν
«Ενα χρόνο μετά με συνέλαβαν και πάλι. Με δίκασαν για κατασκοπεία και με εξόρισαν στο Καζακστάν. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος και έμεινα συνολικά πέντε χρόνια εκεί».Μετά τον πόλεμο η Κλεοπάτρα Μουφίδου ενεργοποίησε, όπως λέει, «κάποιες παλιές και υψηλές γνωριμίες» και επέστρεψε στη δουλειά της, αυτή τη φορά ως υπάλληλος του υπουργείου που παρακολουθούσε τα δημόσια έργα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν.
Ουδέποτε έγινε μέλος του κόμματος, μολονότι πιέστηκε να ενταχθεί στο ΚΚΣΕ. Για την ίδια, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, πάντως, ο Στάλιν ήταν ο μόνος αθώος για τις διώξεις και θανατώσεις εκατομυρίων αντιφρονούντων ή κατασκευασμένων «εχθρών του λαού». «Αυτά τα πράγματα συζητούνταν στον κόσμο και όλοι έλεγαν πως είναι ένα λάθος που θα διορθωθεί. Ο κόσμος αγαπούσε τον Στάλιν, πιστεύαμε ότι δεν ήξερε πως γίνονταν τέτοια πράγματα. Ημασταν πεπεισμένοι ότι τα έκαναν οι κάτω από αυτόν, αλλά εν αγνοία του».
Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.
«Ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν…»
Η Βάλια Μουρατίδου ήταν 15 χρονών όταν η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα της, Δημήτρη –έναν σχετικά εύπορο Ελληνα, σιδηρουργό στο επάγγελμα–, στο Βατούμι.«Ηταν Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1937, και το πρωί κατεβήκαμε από το χωριό με τον πατέρα μου στο Βατούμι, αυτός για να πάει στη δουλειά του και εγώ στο σχολείο. Δύο ώρες μετά ήρθε ένας θείος μου και μου είπε ότι τον “πήραν” από το σιδηρουργείο. Από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας», λέει σήμερα η 84χρονη κ. Μουρατίδου, που ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει συγγράψει βιβλίο για την περιπέτεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης υπό τον τίτλο «Εκατό χρόνια Οδύσσεια».
«Τον κράτησαν ένα χρόνο στις φυλακές στο Βατούμι με άλλους Ελληνες. Ολοι τους πιάστηκαν με την ψεύτικη κατηγορία της υπονόμευσης του κράτους και της κατασκοπείας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες στη φυλακή, τα βασανιστήρια καθημερινό φαινόμενο. Πολλοί δεν άντεξαν και υπέγραψαν ότι αποδέχονται τις κατηγορίες και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε, αλλα στο τέλος τον εκτόπισαν και αυτόν. Τον είδα τελευταία φορά όταν τους φόρτωσαν στην Τιφλίδα στο τρένο για τη Σιβηρία. Εκτοτε δεν είχαμε νέα του. Λόγω των συνθηκών, αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην Ελλάδα και αρχές του 1947 ένας εξάδελφος μας έγραψε ότι έμαθε από κάποιον που επέζησε πως “ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν από αιμορραγίαν εντέρου”».
Το στίγμα της προδοσίας
Η κ. Παρθένα Αποστολιάδη από το χωριό Βιτέζοβο του Κρασνοντάρ, που ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε τον πατέρα της, αφού εστάλη στις αρχές του 1938 εξορία στη Σιβηρία, όταν η ίδια ήταν ενός μηνός. Θυμάται ωστόσο τον στιγματισμό που υπέστη η οικογένειά της, αφού ο πατέρας της είχε χαρακτηριστεί προδότης. «Από μικρό παιδάκι άρχισα να ψάχνω τον τάφο του για να αποθέσω λίγα λουλούδια, αλλά κανείς από τους εκπροσώπους των αρχών δεν μου έλεγε. Μόλις το 1956 έμαθα ότι είχε πεθάνει στη Σιβηρία, χωρίς να μου δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες».
Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ / του Στέλιου Βραδέλη
Το πρωί της 15/12/1937 μπήκε στην ΕΣΣΔ σε εφαρμογή το σχέδιο «ελληνική επιχείρηση». Όταν ολοκληρώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1938, υπήρχαν περισσότεροι από 21,000 Έλληνες εκτελεσμένοι και περίπου 30,000 φυλακισμένοι στα σοβιετικά γκουλάγκ στη Σιβηρία.
Κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ που πρόσφατα αποχαρακτηρίστηκαν αποκαλύπτουν για ποιον λόγο η σοβιετική ηγεσία προχώρησε στην εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, ενώ νέα αρχεία της μυστικής αστυνομίας αποκαλύπτουν πως η «ελληνική επιχείρηση» οργανώθηκε ύστερα από ψευδείς πληροφορίες που έδωσαν Έλληνόφωνοι εναντίον συμπατριωτών τους.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937, στα κεντρικά γραφεία της ΝΚVD, της μυστικής υπηρεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα εξελίχθηκε στην περιβόητη ΚGΒ, ο υπουργός εθνικής ασφάλειας και διευθυντής της Νικολάι Γεζόφ (Nikolai Yezov) υπέγραψε την ντιρεκτίβα με κωδικό αριθμό 50215. Η διαταγή ζητούσε να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα, ιδιαίτερα όσοι είχαν αρνηθεί να λάβουν τη σοβιετική υπηκοότητα και όσοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα, στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια, στον στρατό και στο ναυτικό.
«Λίγο προτού αρχίσει η “ελληνική επιχείρηση” είχε δολοφονηθεί ο Κίροφ (Kirov), που ήταν μέλος του Πολίτ-μπιρό (πολιτικό γραφείο) και εκπρόσωπος της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο διέδωσαν ότι υπαίτιοι της δολοφονίας του ήταν οι “εχθροί» του λαού” και ως τέτοιοι ορίζονταν οι ξένοι. Όσοι δηλαδή έμεναν στην ΕΣΣΔ αλλά είχαν αρνηθεί να λάβουν την υπηκοότητα», λέει ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα, που αποκάλυψε μεγάλο μέρος των εγγράφων της «ελληνικής επιχείρησης».
Οι Έλληνες που έμεναν τότε στη Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσαν τις 400,000, όπως προκύπτει από τις καταγραφές των τοπικών κοινοτήτων. «Οι περισσότεροι από τους Έλληνες δεν ήθελαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα διότι ήλπιζαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν στην Ελλάδα. Μόνο που αν είχαν σοβιετικό διαβατήριο, τότε ενδεχομένως το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά να τους αντιμετώπιζε ως κομμουνιστές», λέει ο κ. Τζούχα.
Οι ελληνικές προξενικές αρχές όταν πληροφορήθηκαν τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων ζήτησαν από τη κυβέρνηση Μεταξά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό όσων το επιθυμούσαν προκειμένου να αποφύγουν τις εκτελέσεις και τις διώξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έγιναν και από τις τουρκικές, ιταλικές, γερμανικές και πολωνικές αρχές, καθώς, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία της ΝΚVD, παρόμοια εντολή με την «ελληνική επιχείρηση» είχε δοθεί για τους κατοίκους 13 μειονοτικών ομάδων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ.
«Οι περισσότερες χώρες δέχτηκαν να επαναπατριστούν οι υπήκοοί τους. Ο Μεταξάς όμως φάνηκε να φοβάται πως θα γέμιζε η Ελλάδα με κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό επέτρεψε την επιστροφή πολύ λίγων Ελλήνων. Αργότερα έγινε γνωστό πως η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Μεξικό προκειμένου να δεχθούν Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση με αρνητική όμως απάντηση», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
Τελικά η Ελλάδα επικαλούμενη την αδυναμία των ντόπιων διπλωματικών αρχών να εκδώσουν διαβατήρια αποφασίζει να δεχτεί 10,000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων Ελλήνων.Ένα από τα «ελληνικά πλοία», το «Σβανέτια», έφυγε στις 28/7/1939 από το Βατούμ, μεταφέροντας στη Θεσσαλονίκη τούς περισσότερους πρόσφυγες.
Οι Εφιάλτες
Τρεις βουλευτές ελληνικής καταγωγής, οι αδελφοί Κοκκινάκη και η Πάσα Αγκίλενα δεν διατυπώνουν την παραμικρή διαμαρτυρία για τα όσα συμβαίνουν στους συμπατριώτες τους.
Αμέτοχη παρακολουθεί τις εκκαθαρίσεις και η Αθήνα.
Μόνο ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Μόσχα Δημήτρης Νικολόπουλος με διαβήματά του στη σοβιετική ηγεσία ζήτησε εξηγήσεις για τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων.
Λίγους μήνες αφότου άρχισε η «ελληνική επιχείρηση», στις 8 Μαρτίου 1938, σύμφωνα με το σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ο Νικολόπουλος αυτοκτόνησε «διότι δεν μπορούσε να αντέξει τους πόνους της ανίατης ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία προσδιορίστηκε από τους γιατρούς ως καρκίνος του στομάχου».
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1937 άρχισαν οι συλλήψεις των Ελλήνων με την κατηγορία του «κατασκόπου» και τη «συμμετοχή σε ελληνικές αντεπαναστατικές οργανώσεις». «Η ΝΚVD ζητούσε μάλιστα από όσους Έλληνες συλλάμβανε να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία δέχονταν ότι ήταν μέλη μιας εθνικιστικής αντάρτικης οργάνωσης, που είχε στόχο την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στο νότιο τμήμα της χώρας σε συνεργασία με εχθρούς του κράτους», αποκαλύπτει ο κ. Τζούχα.
Όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΝΚVD αυτή η πληροφορία είχε έρθει στη Μόσχα από την Αθήνα! Έλληνες ήταν, επίσης, αυτοί που ανέλαβαν να συντάξουν τις λίστες του θανάτου σε κάθε χωριό ή πόλη.«Ώσπου να αρθεί το απόρρητο από όλα τα αρχεία, και από όσα έχει καταργηθεί, όταν επιτραπεί η πρόσβαση στους ερευνητές, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θα παραμένει μυστήριο», υποστηρίζει ο κ. Τζούχα που συγκέντρωσε στοιχεία για τη θανάτωση περίπου 22,000 Ελλήνων
Τους εξόντωναν στην παγωμένη κόλαση της Σιβηρίας
Στην Κολιμά της Σιβηρίας οι περισσότεροι κρατούμενοι πέθαιναν από το ψύχος και την πείνα. Οι πιο ανθεκτικοί επιζούσαν το πολύ τέσσερις μήνες.Στην περιοχή Κολιμά της Σιβηρίας τα χιόνια δεν λειώνουν ποτέ. Τον χειμώνα η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ-50 και-60 βαθμών Κελσίου. Το καλοκαίρι η ανώτερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην περιοχή είναι μόλις 5 βαθμοί πάνω από το μηδέν.«Στην περιοχή αυτή μεταφέρθηκαν οι περισσότεροι Έλληνες προκειμένου να εργαστούν στα ορυχεία χρυσού μαζί με όσους ο Στάλιν (Stalin) θεωρούσε αντιφρονούντες», λέει ο κ. Τζούχα. «Κολιμά σημαίνει σίγουρος θάνατος» κατάφερε και έγραψε ένας από τους Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί λίγο προτού πεθάνει. Σχεδόν κανείς δεν γύρισε από την «περιοχή του διαβόλου», όπως την αποκάλεσαν. Οι πιο γεροδεμένοι άντεχαν το πολύ 4 μήνες. Οι περισσότεροι πέθαιναν πολύ γρήγορα.
Ο εκτοπισμός στη Σιβηρία ισοδυναμούσε με βέβαιο θάνατο
«Αυτοί που κατάφεραν να επιβιώσουν, όπως για παράδειγμα ο αδελφός του παππού μου, ήταν όσοι δούλευαν στα μαγειρεία. Οι υπόλοιποι πέθαιναν από το αφόρητο κρύο και την πείνα», αφηγείται ο κ. Τζούχα, ο οποίος άρχισε την έρευνα για την «ελληνική επιχείρηση» από τις αφηγήσεις του Αλέξη Τζούχα, του αδελφού του παππού του και του μοναδικού μέλους της οικογένειας που κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός, αλλά τυφλός, ύστερα από 17 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδα της Σιβηρίας. «Θέλησα να μάθω για ποιον λόγο ο παππούς μου πέθανε με την κατηγορία του προδότη».
Το καθημερινό πρόγραμμα των κρατουμένων τούς υποχρέωνε να μαζεύουν συγκεκριμένα κιλά ορυκτών ή να κόβουν έναν ορισμένο αριθμό δέντρων.Όσοι τα κατάφερναν, έπαιρναν ως ανταμοιβή 600 γραμμάρια ψωμί, μισό παστό ψάρι, 10 γραμμάρια ζάχαρη και 1 φακελάκι τσάι.
«Τους νεκρούς μας δεν μπορούσαμε ούτε να τους θάψουμε στην Κολιμά. Το χώμα ήταν τόσο σκληρό που δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε λάκους. Όταν μαζεύονταν πολλοί νεκροί τούς τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλον και στο τέλος έφτιαχναν έναν λόφο από πτώματα. Τότε τους περιέλουζαν με βενζίνη και τους έκαιγαν», διηγούνταν ο Αλέξης Τζούχα.
«Όσοι επέζησαν από ένα άλλο στρατόπεδο-εφιάλτη, στην περιοχή της Βορκοτά, έλεγαν πως κάτω από κάθε ράγα του σιδηροδρόμου που ενώνει την πόλη με τη Μόσχα βρίσκονται θαμμένοι 10,000 νεκροί. Τόσο πολλοί πέθαναν εκεί στα καταναγκαστικά έργα», προσθέτει ο κ. Τζούχα.
Η διαταγή για γενοκτονία
Τι λέει η ντιρεκτίβα 50215 της ΝΚVD (το έγγραφο αποχαρακτηρίστηκε από απόρρητο το 2006).«Με στόχο την καταστολή δράσης της ελληνικής κατασκοπείας στη ΕΣΣΔ διατάζω:
1. Τη 15η Δεκεμβρίου του παρόντος έτους, ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες, περιοχές και περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες, ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.
2. Να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες (ελληνικής υπηκοότητας και πολίτες της ΕΣΣΔ) των ακόλουθων κατηγοριών:
(α) Όσοι βρίσκονται υπό επιτήρηση και παρακολουθούνται.
(β) Οι πρώην μεγαλέμποροι, κερδοσκόποι, λαθρέμποροι και λαθρέμποροι συναλλάγματος.
(γ) Οι Έλληνες που ασχολούνται με δραστήρια υπονομευτική δουλειά και ιδίως όσοι προέρχονται από τα στρώματα των απο-κουλακοποιημένων καθώς και όσοι απόφυγαν την αποκουλακοποίηση.
(δ) Οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες που ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης.
3. Κατά την εκτέλεση της επιχείρησης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για εξονυχιστική εκκαθάριση από τα παραπάνω άτομα, που εργάζονται:
*στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα,
*στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων,
*σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια,
* στον στρατό, στο ναυτικό…».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,PPOL.GR
*Η Ιστορία Μας Είναι Γραμμένη με το Βαθύ Κόκκινο της Θυσίας και δεν Παραχαράσσεται.
Tην Ιστορία αυτοί οι πιότεροι δεν την γνωρίζουν ή εσκεμμένα την παραχαράσσουν και την αγνοούν.Ομως εάν λήθη είναι Αρετή η μνήμη είναι ΧΡΕΟΣ.