« Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια…»
Πρόλογος
Ένα παραμύθι για τη ζωή και το θάνατο.
Ένα ταξίδι στη χώρα της φαντασίας.
Ο αναγνώστης, μικρός και μεγάλος, θα επιστρέψει στην πραγματικότητα έχοντας αποκομίσει έναν πλούτο από εικόνες, συναισθήματα και μια διαφορετική οπτική της ζωής και του θανάτου.
Γιατί αν νικήσεις το φόβο του θανάτου, έχεις κερδίσει την ίδια τη ζωή…
«ΠΟΡΤΑ ΚΡΥΦΗ…ΠΟΡΤΑ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ»
« Άνοιξε πόρτα μου κρυφή, πόρτα μαλαματένια…»
Αυτό ήταν το σύνθημα, που έλεγε η Σμαράγδα, κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα του δωματίου της γιαγιάς της και περίμενε με αγωνία να την ακούσει να λέει το παρασύνθημα:
« και δείξε μου τα μυστικά που ‘χεις καλά κρυμμένα…».
Τότε, έτρεχε στην αγκαλιά της και ξεκινούσαν τα υπέροχα ταξίδια τους στον κόσμο της φαντασίας.
Η γιαγιά με τα κάτασπρα μαλλιά και το χαμογελαστό, καλοσυνάτο πρόσωπο, δε βαριόταν ποτέ να σκαρφίζεται και να λέει ιστορίες στην εγγονούλα της.
Και πάντα, πριν τις ιστορίες, ζωγράφιζαν μια θολωτή πόρτα, γεμάτη περικοκλάδες, έλεγαν τα μυστικά λόγια και φανταζόταν, πως η πόρτα άνοιγε κι εμφανιζόταν το πλατύσκαλο των επιθυμιών, που θα τις οδηγούσε όπου η φαντασία τους επιθυμούσε!
Όμως, τον τελευταίο καιρό, η γιαγιά είχε γίνει αδύναμη. Πολλές φορές δεν απαντούσε καν στο σύνθημα της Σμαράγδας κι εκείνη, ένιωθε μια βαθιά ανησυχία που της έφερνε δάκρυα…
Μια μέρα, η γιαγιά είπε στη Σμαράγδα: « Έλα κοντά μου, Σμαράγδα, θέλω να σου φανερώσω ένα σπουδαίο μυστικό. Θυμάσαι την κρυφή μας πόρτα; Θυμάσαι και το πλατύσκαλο των επιθυμιών, που στεκόμασταν και λέγαμε πού επιθυμούσαμε να μας πάει;
Μην τα ξεχάσεις ποτέ…κι όταν κάτι το θέλεις πάρα πολύ, να το ζητάς μέσα από την ψυχή σου. Υπάρχουν δυνάμεις που αφουγκράζονται τις αγνές επιθυμίες και κάνουν τα πάντα για να τις πραγματοποιήσουν…»
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της γιαγιάς, που έφυγε για πάντα, αφήνοντας στη Σμαράγδα έναν μεγάλο πόνο και μια μεγαλύτερη στενοχώρια…
Δεν ήθελε πια ούτε να παίξει, ούτε να βγει από το δωμάτιο της.
Κοιτούσε συνεχώς μια αγαπημένη φωτογραφία, όπου η γιαγιά ήταν νέα, όμορφη, με καστανά, κυματιστά μαλλιά και φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα.
Μέσα από την καρδιά της, η μικρή Σμαράγδα, ζητούσε από εκείνες τις δυνάμεις που πραγματοποιούν τις επιθυμίες, να μπορέσει να ξαναδεί τη γιαγιά της.
Κι ένα βράδυ, συνέβη κάτι πολύ παράξενο…
Ένα σμήνος από φωτεινές πυγολαμπίδες άρχισαν να χορεύουν μπροστά της και να ζωγραφίζουν σχέδια, τα οποία κατέληξαν να σχηματίσουν μια λαμπερή, θολωτή πόρτα.
Η Σμαράγδα, που κάθε βράδυ περίμενε να συμβεί αυτό, χωρίς να χάσει χρόνο, στάθηκε με θάρρος μπροστά στην πόρτα και φώναξε τα μυστικά λόγια:
« Άνοιξε πόρτα μου κρυφή, πόρτα μαλαματένια και δείξε μου τα μυστικά που ‘χεις καλά κρυμμένα!»
Η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και ή Σμαράγδα πέρασε και στάθηκε στο φωτεινό πλατύσκαλο.
«Θέλω να βρω τη γιαγιά μου» είπε με σιγουριά κι ευθύς, εμφανίστηκε μια φωτεινή σκάλα, η οποία άρχισε να κινείται, μια προς τα αριστερά και μια προς τα δεξιά, διαγράφοντας κύκλους και ημικύκλια, ώσπου στο τέλος σταμάτησε μπροστά σε ένα παράξενο ποτάμι.
Η Σμαράγδα είχε δει πολλά ποτάμια και είχε παίξει ώρες ατελείωτες στις όχθες του Αλιάκμονα, αλλά ετούτο το ποτάμι ήταν πολύ ξεχωριστό.
Τα νερά του λαμπύριζαν λες και χιλιάδες άσβηστες φλόγες ακολουθούσαν τη ροή του χορεύοντας.
Το κελάρυσμα του ακουγόταν σαν μουρμουρητά πολλών ανθρώπων που έψαχναν να βρουν τον προορισμό τους.
Οι πελώριοι βράχοι που υψώνονταν δεξιά κι αριστερά στις όχθες του, έμοιαζαν με φύλακες αρχαίων μυστικών.
Σε μια στιγμή, νόμισε πως οι βράχοι κουνήθηκαν, αλλά όλο το μυστήριο του παράξενου τοπίου διέκοψε μια φωτεινή σφαίρα που στάθηκε μπροστά της και μια φωνή ακούστηκε να λέει:
– « Άκουσα την επιθυμία σου Σμαράγδα. Άγγιξε με και θα σε οδηγήσω εκεί που θες».
Άγγιξε τη σφαίρα κι ένιωσε να αιωρείται πάνω από το παράξενο ποτάμι, όπου αμέτρητες πηγές ξεπετάγονταν μέσα από τους βράχους και το βυθό, γεννώντας νέα μουρμουρητά…
– « Ποιο είναι αυτό το ποτάμι;» ρώτησε η Σμαράγδα.
– «Είναι το ποτάμι των ψυχών…Εδώ γεννιούνται οι ψυχές κι απ’ εδώ περνάνε στο θάνατο. Εδώ βρίσκονται όλες οι πύλες και της ζωής και του θανάτου. Είσαι έτοιμη να περάσουμε τη μαλαματένια πύλη που άνοιξε για εμάς στο βράχο; Κρατήσου καλά! »
Αστραπιαία, πέρασαν μέσα από μια ολόχρυση, λαμπερή πόρτα που σχηματίστηκε στο βράχο και βρέθηκαν σε έναν πανέμορφο κήπο.
Ο αέρας ευωδίαζε από τα αρώματα των λουλουδιών και το γρασίδι είχε το πιο λαμπερό πράσινο χρώμα που όμοιο του η Σμαράγδα δεν είχε ξαναδεί.
– « Θυμάσαι τί αγαπούσε περισσότερο η γιαγιά σου Σμαράγδα;»
– « Ναι, τα τριαντάφυλλα…»
– « Ψάξε …το παιχνίδι σου μόλις ξεκινάει…»
Η Σμαράγδα, προχώρησε πάνω στο γρασίδι, νιώθοντας μια βελούδινη αίσθηση στα γυμνά της πόδια.
Ο κήπος ήταν γεμάτος τριανταφυλλιές και κάθε τριαντάφυλλο, άνοιγε κι έκλεινε σ’ έναν αέναο χορό, σκορπίζοντας τριγύρω το μεθυστικό του άρωμα…
Στο βάθος, μια νέα γυναίκα, με καστανά, κυματιστά μαλλιά κι ένα μακρύ πράσινο φόρεμα περιποιόταν την τριανταφυλλιά με τα μεγάλα κόκκινα άνθη...
Κοντοστάθηκε…
Αυτή η εικόνα της ήταν τόσο γνωστή…ήταν ίδια με την αγαπημένη της φωτογραφία της γιαγιάς…
Η γυναίκα γύρισε και κοίταξε χαμογελώντας τη Σμαράγδα.
– « Γιαγιά…γιαγιά μου!!! » φώναξε η Σμαράγδα κι έτρεξε στην ανοιχτή αγκαλιά της…
Θεέ μου…πόση ευτυχία!!!
Η ψυχή της, σαν μπαλαρίνα, έκανε πιρουέτες και στροβιλιζόταν σε έναν άνεμο χαράς!!!
– « Μου έλειψες…» ψιθύρισε η Σμαράγδα και η γιαγιά την έσφιξε ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της.
Καθισμένες στο βελούδινο γρασίδι, δε σταμάτησαν ούτε στιγμή να μιλάνε, ώσπου η γιαγιά σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι στη Σμαράγδα και είπε:
– « Έλα, θέλω να σου κάνω ένα δώρο…»
Περπάτησαν στον όμορφο κήπο και στάθηκαν μπροστά σε μια ολόχρυση τριανταφυλλιά.
Έκοψε προσεκτικά ένα λουλούδι και το χάρισε στη Σμαράγδα.
– « Μόνον εσύ Σμαράγδα μου θα μπορείς να δεις αυτό το λουλούδι.
Τώρα γνωρίζεις, πως όταν γεννιόμαστε, η Ζωή μας ανοίγει μια κρυφή πόρτα για να περάσουμε στον κόσμο.
Όταν πεθαίνουμε, ο Θάνατος ανοίγει μια πόρτα μαλαματένια, για να μπούμε σε κήπους, ίσως τόσο όμορφους σαν ετούτον…
Ένα παιχνίδι εξερεύνησης και γνώσης είναι η Ζωή κι ο Θάνατος και περνάμε από τη μια πόρτα στην άλλη, αλλά έχει έναν βασικό όρο: Όταν περνάει κάποιος την πόρτα της Ζωής, γεννιέται και ξεκινάει από το μηδέν, χωρίς μνήμες, για να μπορέσει να ζήσει, να γνωρίσει, να νιώσει και να καταγράψει όσες περισσότερες εμπειρίες μπορεί.
Μα όταν με το θάνατο περνάει την μαλαματένια πόρτα, ευθύς θυμάται τα πάντα, καθώς και το σκοπό για τον οποίο είχε περάσει την πόρτα της ζωής.
Γι’ αυτό Σμαράγδα μου , να θυμάσαι πως κάθε μέρα που ο ήλιος φωτίζει για σένα πάνω στον κόσμο, είναι δώρο της Δημιουργίας!!!
Μην τη σπαταλάς με αδράνεια και στεναχώρια…
Φρόντισε να πάρεις όσες περισσότερες εμπειρίες μπορείς, για να τις διηγείσαι στον δικό σου κήπο…»
Αγκαλιάστηκαν σε ένα στερνό αγκάλιασμα, όμως η Σμαράγδα ένιωθε ήρεμη και χαρούμενη.
Ένα παράξενο τράνταγμα την τράβηξε προς τα πίσω και την έκανε να ξυπνήσει.
« Δεν μπορεί να ήταν όνειρο…ήταν τόσο αληθινό!»
Όχι…δεν ήταν όνειρο…
Στα χέρια της υπήρχε η φωτογραφία της γιαγιάς κι ένα ολόχρυσο τριαντάφυλλο!!!
Χαμογελαστή η Σμαράγδα, φόρεσε το ομορφότερο φόρεμα της, χτένισε τα μαλλιά της και βγήκε από το δωμάτιο έτοιμη να ζήσει, να γνωρίσει και να νιώσει, όσα το φως της μέρας θα της χάριζε!!!
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΡΑΝΙΚΟΥ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ :