Χρόνος ανάγνωσης: 2 λεπτά
Το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι, όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν και αυτά να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι, όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν και αυτά να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.

Άρειος Πάγος: Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα

Το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι, όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν και αυτά να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.

Άρειος Πάγος: Με μία σημαντική απόφασή του το Ζ´ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, απέρριψε προσφυγή κατηγορούμενου που ζητούσε την αναίρεση εφετειακής απόφασης, βάση της οποίας κηρύχθηκε ένοχος για εμπρησμό.

Ο προσφεύγων έκανε λόγο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. έλαβε υπόψη του και θεμελίωσε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση σε απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του ψηφιακό δίσκο, που περιέχει βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό κύκλωμα καταγραφής σκηνών ιδιωτικού χώρου στάθμευσης, παρά τη σχετική ένστασή του, παραβιάζοντας, έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.

Άρειος Πάγος: Το σκεπτικό της απόφασης

Σύμφωνα με το σκεπτικό όμως της απόφασης 254/2021, κατά τους δικαστές: « …Στην προκείμενη περίπτωση είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, το οποίο, κατά την αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Κ.Ποιν.Δ., διενεργούμενη προανάκριση, κατασχέθηκε, λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων και ως το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο δύναται να προκύψει ο δράστης των υπό κρίση άδικων πράξεων.

Πρωτίστως διότι στην εν λόγω περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρ. 9 Α του Συντάγματος) δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά, που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώρο, ενώ επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων.

Σε αντίθετη περίπτωση η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη εν προκειμένω της παθούσας Α. Δ., σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος), αφού δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίζεται η καταγγελία της, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των άνω αξιοποίνων πράξεων, ήτοι υπέρτερων εννόμων αγαθών, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το ανωτέρω βιντεοληπτικό υλικό, εφόσον, όπως εκτενώς αναπτύχθηκε παραπάνω, δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος – νυν αναιρεσείων.

Επομένως, ο τελευταίος δεν στερήθηκε οιουδήποτε υπερασπιστικού του δικαιώματος, παρεχόμενου ρητά από το νόμο και συνακόλουθα ο μοναδικός από το άρθρο και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμο…».

Πηγήareiospagos.gr