Χρόνος ανάγνωσης: 13 λεπτά

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Photo by <a href="https://unsplash.com/@timmossholder?utm_content=creditCopyText&utm_medium=referral&utm_source=unsplash">Tim Mossholder</a> on <a href="https://unsplash.com/photos/gray-and-red-gift-box-UM5buEDb5vg?utm_content=creditCopyText&utm_medium=referral&utm_source=unsplash">Unsplash</a>
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Photo by Tim Mossholder on Unsplash
Αφήγηση του κυβερνήτη της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας κ. Γιώργου Θεοδοσίου που συγκλονίζει.
Η χθεσινή και σημερινή ημερομηνία (13-14 Δεκεμβρίου) είναι φορτωμένη από έντονες αναμνήσεις, και είναι η ημερομηνία που έχω δεχτεί τα δύο καλύτερα Χριστουγεννιάτικα δώρα της ζωής μου. Από τις προσωπικές μου σημειώσεις, λοιπόν, διάλεξα ένα κεφάλαιο που αφορά αυτό το διήμερο, και μιλάει γιά τα δώρα αυτά.
Σαν ένα φόρο τιμής σε κάποιες ειδικές ομάδες από το αεροπορικό παρελθόν της Ελλάδας, το παραθέτω εδώ γιά τους παλιούς συναδέλφους της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, μαζί με την αφιέρωσή του, όπως την έχω γραμμένη στις σημειώσεις μου…

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Επικρατούσε ασυνήθιστα άγριος καιρός γιά την Ελλάδα το απόγευμα της 13ης Δεκεμβρίου 1997.
Ένα δυνατό ψυχρό μέτωπο κακοκαιρίας σάρωνε την χώρα εδώ και δύο ημέρες προκαλώντας πολύ έντονα καιρικά φαινόμενα, ισχυρές χιονοπτώσεις στα ορεινά, καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες στα πεδινά, θυελλώδεις ανέμους στα πελάγη και όλες εκείνες τις άλλες εκδηλώσεις της δύναμης της φύσεως που περιγράφονται σε επίπεδο τρομοκρατίας από τις υστερικές κραυγές των παρουσιαστών των δελτίων ειδήσεων στην τηλεόραση και την δραματοποίηση που συνήθως σκηνοθετούν χάριν τηλεθεάσεως.
Ορεινά χωριά είχαν αποκλειστεί από τα χιόνια, πεδινοί οικισμοί είχαν πλημμυρίσει, απόπλοι είχαν απαγορευτεί από τα λιμάνια «…λόγω των θυελλωδών ανέμων…», κατά την ξύλινη φρασεολογία των ανακοινωθέντων των λιμεναρχείων, πτήσεις της Ολυμπιακής είχαν ακυρωθεί και, πάνω από όλα, οι πολιτικοί φρόντιζαν γιά την προβολή τους προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τους ιθαγενείς με τηλεοπτικές βαρύγδουπες ανακοινώσεις γιά τον συντονισμό των υπηρεσιών που επιχειρούσαν, χωρίς, βεβαίως, να γνωρίζουν τίποτε γιά το αντικείμενό τους, με αποτέλεσμα το γνωστό Ελληνικό «μπάχαλο».
Το βράδυ της ημέρας αυτής ήμουν σε υπηρεσία ετοιμότητας γιά πιθανές αεροδιακομιδές ασθενών του ΕΚΑΒ με τα Dornier 228 της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας. Η βάρδια μου ξεκινούσε στις 22:00 και διαρκούσε 8 ώρες, μέχρι τις 06:00 το πρωΐ.
Με δεδομένη την ακραία κακοκαιρία, πίστευα πως θα περνούσα μία ήσυχη νύκτα στην θαλπωρή του σπιτιού και της κρεβατοκάμαράς μου. Λογάριαζα, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Στις 21:15 το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο Νίκος από το Κέντρο Επιχειρήσεων της Αεροπλοΐας. Με ενημέρωσε ότι επίκειται αεροδιακομιδή ασθενούς από την Ζάκυνθο και θα με καλούσε ξανά σε λίγα λεπτά με λεπτομέρειες γιά την πτήση.
Δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω το τηλέφωνο, και δέχτηκα νέα κλήση. Ήταν ο νεαρός συγκυβερνήτης που είχε βάρδια γιά το ΕΚΑΒ εκείνη την νύκτα μαζί μου και είχε μόλις ενημερωθεί γιά την επικείμενη πτήση. Με ρώτησε αν είχα ενημερωθεί και εγώ και του το επιβεβαίωσα. Μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό, λέγοντάς μου επί λέξει:
– Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι να πετάξουμε με αυτόν τον καιρό;
Του απάντησα πως πριν αποφασίσουμε θα έπρεπε να εξετάσουμε τις λεπτομέρειες της αποστολής, τόσο τις πτητικές όσο και τις επιχειρησιακές. Ειδικά γιά το δεύτερο, του είπα χαρακτηριστικά:
– Αν πρόκειται γιά καμιά βαρυστομαχιασμένη γιαγιά που θέλει ο αγροτικός γιατρός να ξαποστείλει νυχτιάτικα στην Αθήνα γιά να ξεφορτωθεί τις ευθύνες του, και βέβαια δεν θα επιχειρήσουμε. Αν όμως είναι κάποιο σοβαρό περιστατικό και αφορά νέο άνθρωπο ή παιδί, θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας στην προσπάθεια.
Συμφώνησε μαζί μου, λίγο διστακτικά είναι η αλήθεια. Ήταν νέος, της σειράς του 1996, με μόλις ένα χρόνο εμπειρία και αυτήν στην συνήθη καλοκαιρία της Ελλάδας, με ελάχιστη έκθεση στα καπρίτσια του Ελληνικού χειμερινού καιρού.
Στο επόμενο δεκάλεπτο ήλθε και η τηλεφωνική ενημέρωσις με όλες τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες. Επρόκειτο γιά πολύ σοβαρό περιστατικό, που είχε αρχίσει να εξελίσσεται από το μεσημέρι. Αφορούσε ένα κοριτσάκι, βρέφος ενός έτους. Ξεκίνησε κατά την διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, όταν το παιδάκι σχεδόν πνίγηκε με ένα κομματάκι κρέας που κατέληξε στον φάρυγγά του ενώ το τάϊζε η μητέρα του.
Στην προσπάθεια των γονέων να το συνεφέρουν, το κομματάκι κρέατος εισπνεύστηκε και κατέληξε στον πνεύμονα του παιδιού αντί να αποβληθεί με βήχα. Μέσα στις λίγες ώρες που πέρασαν μέχρι το βράδυ, το παιδί εμφάνισε ραγδαία επιδεινούμενη αναπνευστική δυσχέρια και το μετέφεραν στο νοσοκομείο Ζακύνθου. Οι γιατροί όμως έλειπαν εκτός νησιού σε ταυτόχρονες άδειες (αθάνατο Ελληνικό κράτος) και ο μόνος παρευρισκόμενος ήταν ο άπειρος νέος αγροτικός γιατρός, που διέγνωσε πνευμονικό οίδημα και κάλεσε το ΕΚΑΒ γιά αεροδιακομιδή του βρέφους στην Αθήνα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, δήλωσα στο Κεντρο Επιχειρήσεων που με ενημέρωσε γιά το περιστατικό ότι η πτήσις θα προχωρήσει και να ειδοποιήσουν αμέσως τον συγκυβερνήτη και την ιατρική ομάδα που θα ερχόταν μαζί μας. Ετοιμάστηκα γρήγορα και ξεκίνησα γιά το αεροδρόμιο. Στην διαδρομή σκεπτόμουν τις δυσκολίες που θα είχα να αντιμετωπίσω. Μη διαθέτοντας συμπίεση καμπίνας, το Dornier δεν μπορούσε να ανέβει ψηλά.
Η πτήσις στα 10.000 πόδια, χαμηλά επάνω από τον Χελμό, τον Ερύμανθο και το Παναχαϊκό όρος, μέσα στην χιονοθύελα που μαινόταν, δεν ήταν ότι καλύτερο. Ήξερα πως θα αντιμετωπίζαμε ισχυρούς ανέμους με ανοδικά και καθοδικά ρεύματα, κύματα όρους, έντονες αναταράξεις και παγοποίηση σε όλη την διαδρομή. Αλλά και ο προορισμός μας, η Ζάκυνθος, ανέφερε καταρρακτώδη βροχή, θυελλώδεις ριπαίους ανέμους και βάση νεφών σε ύψος οριακά χαμηλό γιά την προσέγγιση.
Συνάντησα τον συγκυβερνήτη στην Επιμελητεία Πτήσεων. Συζητήσαμε εν τάχει τα πτητικά και επιχειρησιακά στοιχεία και κατεβήκαμε στο αεροπλάνο. Με πολλή ανακούφιση αισθανόμουν ότι ο αρχικός του δισταγμός γιά την πτήση με τέτοια κακοκαιρία είχε εκλείψει, και η όλη του συμπεριφορά έδειχνε ότι είχε ενστερνιστεί το πνεύμα της «αποστολής», όπου έπρεπε να κάνουμε ότι περνούσε από το χέρι μας, να παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις γιά να την φέρουμε εις πέρας.
Καθώς προετοιμάζαμε το πιλοτήριο, έφτασε και η ιατρική ομάδα. Νέα κοπέλα, με πολύ ενθουσιασμό και αφοσίωση στην δουλειά της η γιατρός, με καταγωγή από την Ρουμανία, και εξαιρετικός επαγγελματίας ο νοσηλευτής. Είχα πετάξει και άλλες αποστολές και με τους δύο. Φορτώσαμε τον εξοπλισμό τους και κουβεντιάσαμε πολύ σύντομα. Ήταν σαφές ότι κάθε λεπτό μετρούσε. Σε λίγα λεπτά κλείσαμε τις πόρτες του αεροπλάνου. Εκκινήσαμε τους κινητήρες και, ώρα 23:20 το βράδυ, το Dornier 228 με νηολόγιο SX-BHD, έκτακτη πτήση ΟΑ-6444 της Ολυμπιακής με προορισμό την Ζάκυνθο τροχοδρόμησε προς τον διάδρομο 33 του αεροδρομίου του Ελληνικού γιά απογείωση.
Όπως ακριβώς περιμέναμε, η πτήσις ήταν δύσκολη και περιπετειώδης. Ειδικότερα επάνω από τα βουνά της Πελοποννήσου, οι αναταράξεις ήσαν ισχυρότατες με συνεχείς εκτροπές ύψους από τα ισχυρά κατακόρυφα ρεύματα. Επικρατούσε πυκνή χιονόπτωσις στο ύψος μας σε όλη την διαδρομή, με ισχυρή παγοποίηση μέσα στα νέφη.
Παρ’ όλον ότι τα αντιπαγωτικά του αεροσκάφους δουλεύανε εντατικά, ήταν τόσο ισχυρή η παγοποίησις, που τα πτερύγια των ελίκων φόρτωναν πάγο που κατά διαστήματα ξεκολλούσε και εκτινασσόταν κτυπώντας την άτρακτο με δυνατό θόρυβο. Γιά ικανό τμήμα της διαδρομής πετούσαμε στα τυφλά με ναυτιλία εξ αναμετρήσεως, έχοντας χάσει το σήμα από τους ραδιοφάρους της Κορίνθου και του Αράξου, που καθόριζαν τον αεροδιάδρομο που ακολουθούσαμε.
Περάσαμε τα βουνά και, μετά τον Άραξο αρχίσαμε την κάθοδο σε πορεία προς την Ζάκυνθο. Ο Πύργος Ελέγχου του αεροδρομίου του νησιού μας ανέφερε πολύ έντονη βροχόπτωση με ισχυρούς βορείους ανέμους και αρκετά χαμηλή θερμοκρασία. Εκτελέσαμε την διαδικασία της ενοργάνου προσεγγίσεως VOR Runway 34 και ευθυγραμμιστήκαμε με τον διάδρομο 34 γιά την τελική προσέγγιση.
Είμασταν σε απόσταση μόλις 3 μιλίων από το αεροδρόμιο, ευθυγραμμισμένοι γιά την προσγείωση, όταν ακούστηκε ξαφνικά στον ασύρματο θλιμμένη η φωνή του ελεγκτή του Πύργου Ελέγχου:

– Ολυμπιακή 6444 δεν χρειάζεται να προσγειωθείτε, γυρίστε στην Αθήνα. Το παιδάκι μόλις ξεψύχισε στο ασθενοφόρο…

Ένοιωσα να με διαπερνά μιά μαχαιριά. Γιά ελάχιστα λεπτά της ώρας δεν είχαμε προλάβει, είχαμε χάσει την μάχη γιά την ζωή ενός παιδιού, την μάχη γιά να σώσουμε μία οικογένεια από μία καταστροφή ανεπανόρθωτη και μία δυστυχία ζωής, την μάχη γιά να γλυτώσουμε μία μάνα από τον χειρότερο πόνο που μπορεί να νοιώσει άνθρωπος…
Είχα πεί πάμπολλες φορές στον εαυτό μου ότι γιά να κάνω σωστά και ανεπηρέαστα την δουλειά μου έπρεπε να αποστασιοποιούμαι τελείως από το δράμα των ασθενών που μετέφερα και να μην ταυτίζομαι με την αγωνία και την θλίψη των οικείων τους. Με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς κάπως το κατάφερνα αυτό. Είχα αρκετούς θανάτους μέσα στο αεροπλάνο όπου, με την στοιχειώδη υποδομή και φορητό εξοπλισμό που μετέφεραν μαζί τους οι γιατροί, έδιναν ηρωϊκές, τιτάνιες μάχες να κρατήσουν βαριά ασθενείς ή τραυματίες στην ζωή κατά την διάρκεια της πτήσεως και ενίοτε τις έχαναν.
Όταν όμως μετέφερα βρέφη ή παιδιά, το αίσθημα της αγωνίας και του πόνου των δικών τους που τα συνόδευαν με διακατείχε ολότελα. Μέχρι αυτήν την πτήση, δεν είχα χάσει κανένα παιδί, από νεογέννητα πρόωρα που μεταφέραμε τρυπώντας το σκοτάδι της νύκτας με τα μάτια μας στα 500 πόδια γιά να μπορούν να οξυγονώνονται αφού το αεροπλάνο δεν είχε συμπίεση (αθάνατο Ελληνικό κράτος, και πάλι), μέχρι πολυτραυματισμένα παιδάκια από δυστυχήματα με βαρύτατες κακώσεις. Έπιανα τον εαυτό μου να πετάει και να προσεύχεται σιωπηλά, για τους γιατρούς που αγωνίζονταν να σώσουν τα πλάσματα των Αγγέλων λίγα μέτρα πίσω μου μέσα στην άτρακτο.
Με έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου και μία μέγγενη απελπισίας να σφίγγει αφόρητα την σκέψη μου, κάτι με κράτησε και δίστασα να σπρώξω μπροστά τις μανέτες, να αρχίσω να ανεβαίνω πάλι και να βάλω την πορεία της επιστροφής. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε ο δισταγμός, αλλά ήσαν αρκετά γιά να ανάψει και πάλι το φώς της ελπίδας! Σαν σε όνειρο, ένοιωσα ένα χέρι να ακουμπά στον δεξιό ώμο μου και, μέσα στο σκοτάδι, άκουσα την φωνή της γιατρού να μου λέει εμφατικά:

– Γιώργο, προσγειώσου όσο πιό γρήγορα μπορείς και πές τους να έρθει το ασθενοφόρο αμέσως στο αεροπλάνο. Θα επιχειρήσω ανάνηψη…

Ναί, λοιπόν, υπήρχε ελπίδα ακόμα! Θεέ μου, σκεπτόμουνα, δώσε την ευκαιρία στο παιδάκι και τους γονείς του! Σε λιγότερο από δύο λεπτά, οι ρόδες μας αγγίξανε το διάδρομο, όχι στην αρχή του, αλλά κοντά στην έξοδο προς την πίστα σταθμεύσεως, όπως το σχεδίασα γιά να κερδίσουμε και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Έπεσα στα φρένα στρίβοντας δεξιά από τον συνδετήριο και, 20 δευτερόλεπτα μετά την προσγείωση, ασφάλιζα το χειρόφρενο και έσβηνα κινητήρες, στις 00:20 ακριβώς. Την ίδια στιγμή, σε απόλυτο συντονισμό, το ασθενοφόρο διέγραψε έναν κύκλο και πήρε θέση κάτω από το αριστερό μας φτερό γιά να προστατεύεται από την βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
Αυτό που επακολούθησε δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου την ζωή. Η γιατρός και ο νοσηλευτής άνοιξαν την πόρτα του αεροπλάνου και πετάχτηκαν έξω πριν ακόμα σταματήσουν να γυρίζουν οι έλικες, με τον εξοπλισμό τους στα χέρια. Ταυτόχρονα, το πλήρωμα του ασθενοφόρου άνοιξε την πόρτα του οχήματος και έβγαλε κάτω από το φτερό του αεροπλάνου το φορείο με ένα γυμνό, άψυχο κορμάκι επάνω του. Σε δευτερόλεπτα, η γιατρός με τον νοσηλευτή το διασωλήνωσαν και ξεκίνησαν με το πλήρωμα του ασθενοφόρου μία απέλπιδα μάχη να το ξαναφέρουν στην ζωή, εκεί, μέσα στην νύχτα, στην παγωνιά, στο ξεροβόρι και στην βροχή που οι ριπές του ανέμου σκόρπιζαν κάτω από το φτερό και τους μούσκευαν. Ένα αυτοκίνητο του αεροδρομίου, που είχε πλησιάσει, τους έλουζε με τους προβολείς του γιά να μπορούν να βλέπουν.
Βγήκα έξω με το πουκάμισο. Δεν ένοιωθα κρύο, δεν ένοιωθα τίποτε, έβλεπα μόνο την απόκοσμη σκηνή και γινόμουν μέρος της. Πλησίασα το φορείο και παρατηρούσα την προσπάθεια της ιατρικής ομάδας να πετύχει το θαύμα. Γιά λίγο τίποτε. Η γιατρός τρυπούσε με μία σύριγγα το στήθος και ο νοσηλευτής, πιέζοντας μία μαύρη πλαστική κύστη με τα χέρια, αντλούσε και προωθούσε με ισχυρές συσφίξεις αέρα και οξυγόνο στον σωλήνα που είχε τοποθετηθεί και κατέληγε μέσα στα πνευμονάκια του παιδιού. Αγωνία, πόνος, απελπισία… Και ξαφνικά, το θαύμα: το πυγμαίο στηθάκι τινάχτηκε σε έναν και μοναδικό σπασμό, μία πρώτη ανάσα, ένα σημάδι ότι ο αγώνας δεν χάθηκε! Την αντάρα του ανέμου σκέπασε ένας δυνατός, γοερός λυγμός, ένα ξέσπασμα ελπίδας από την μητέρα του μωρού, που, μέχρι εκείνη την στιγμή της ανάστασης, πνιγμένη σε ένα σιγανό, απελπισμένο κλάμα, με τις παλάμες της σφικτά πλεγμένες μπροστά της σε στάση παρακλητικής προσευχής, παρακολουθούσε πίσω από την γιατρό κρατημένη στην αγκαλιά του άντρα της που είχε το κεφάλι γυρισμένο και τα κατακόκκινα, πρησμένα μάτια του καρφωμένα επάνω στο κορμάκι του παιδιού του.
Ένοιωσα την ορμή της ομάδας να ανεβαίνει στα κόκκινα, την προσπάθεια να εντείνεται. Γινόμουν μάρτυς της προσπάθειας του παιδιού να ανταποκριθεί στους σωτήρες του και να κρατηθεί στην ζωή. Μετά τον πρώτο σπασμό, πέρασαν περίπου 40 δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας προσμονής. Και ακολούθησε ένας δεύτερος, το γυμνό στηθάκι αναπήδησε και πάλι. Νέα παύση, νέες απεγνωσμένες προσπάθειες. Καί να, μία τρίτη ανάσα! Η ζωή ξαναγύριζε, με αργά βήματα. Τότε πρόσεξα πως οι γονείς είχαν πιά πέσει επάνω στην γιατρό. Εκείνη, ξαφνικά, ήρθε προς το μέρος μου:
– Γιώργο, σε παρακαλώ βοήθησέ με, πάρε τους από εδώ, τους καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου…
Εκείνοι γύρισαν και μας κοίταξαν. Είχαν καταλάβει, και κινήθηκαν προς το μέρος μου, ενώ η γιατρός γύρισε προς το φορείο και διασταυρώθηκε μαζί τους κοιτώντας τους με μία αδιόρατη έκφραση ελπίδας. Άνοιξα τα χέρια μου αυθόρμητα και τους αγκάλιασα και τους δύο. Ακούμπησαν επάνω μου και ξέσπασαν, τρανταζόντουσαν από λυγμούς. Ήταν ένα πολύ νέο, συμπαθέστατο ζευγάρι, σχεδόν παιδιά και οι ίδιοι.
– Ελάτε μαζί μου, παιδιά, πάμε μέσα στο αεροπλάνο, θα γίνετε μούσκεμα εδώ…
Δεν ήξερα τι έλεγα, είμασταν ήδη μουσκεμένοι μέχρι και τα εσώρουχά μας. Τους παρέσυρα προς το αεροπλάνο.
– Ελάτε μέσα να Τον παρακαλέσουμε να βοηθήσει το παιδί, να μην το πάρει κοντά Του, να σας το δώσει πάλι…
Μείναμε έτσι, γονατισμένοι στο σκοτάδι, στον στενό διάδρομο του Dornier ανάμεσα στο φορείο και τα καθίσματα γιά λίγα λεπτά, σε μία σιωπηλή προσευχή. Από το πλαϊνό παράθυρο έβλεπα ένα μικρό μέρος από το γυμνό στήθος του παιδιού φωτισμένο από τους προβολείς του αυτοκινήτου. Ναι, οι σπασμοί, οι ανάσες του, είχαν πυκνώσει. Δεν ήταν κανονική αναπνοή, μεσολαβούσαν παύσεις απόλυτης ακινησίας, αλλά αναμφίβολα είχαν πυκνώσει.
Ένοιωθα πραγματική ελπίδα και μία δειλή χαρά. Τους σήκωσα και τους έβαλα να καθίσουν σε δύο καθίσματα. Με κοίταζαν και καταλάβαιναν ότι κάτι καλό εξελισσόταν.
– Καθήστε εδώ και περιμένετε, καλύτερα φαίνονται τα πράγματα, αλλά πρέπει να αφήσουμε την γιατρό να κάνει την δουλειά της, εντάξει παιδιά; Θα πάω εγώ έξω να βλέπω τι γίνεται, και θα σας ενημερώνω, αλλά προβλέπω ότι σε λίγο θα φύγουμε όλοι μαζί γιά το νοσοκομείο στην Αθήνα! Μου υπόσχεστε ότι θα μείνετε εδώ; Το παιδί έχει την γιατρό και τον Άγγελό του από επάνω του. Εσείς να δέσετε και τις ζώνες σας γιά να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε!
Μου έσφιγγαν και οι δύο τα χέρια, με κρατούσαν στους βραχίωνες.
– Ναι Καπετάνιε, στο υποσχόμαστε, θα καθήσουμε εδώ. Πήγαινε εσύ κοντά της…
Μου ελευθέρωσαν τα χέρια και βγήκα πάλι έξω, κοντά στο φορείο. Μαγεμένος, με μία απίστευτη ανακούφιση να με κυριεύει σιγά-σιγά, παρατηρούσα την επιστροφή της ζωής που εκτυλισσόταν στα μάτια μου. Τα χρονικά διαστήματα της ακινησίας ανάμεσα στους σπασμούς του στήθους γίνονταν όλο και πιό σύντομα, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Οι ανάσες ενώθηκαν, τελικά, σε μία συνεχή, ανθρώπινη πλέον αναπνοή. Η γιατρός όρθωσε, επί τέλους, το σκυμμένο πάνω από το φορείο σώμα της και γύρισε το βλέμμα αναζητώντας με. Την πλησίασα.

– Το σταθεροποίησα το παιδί, μπορούμε να φύγουμε αμέσως γιά την Αθήνα;

– Μόλις μπείτε μέσα, εμείς ξεκινάμε, είμαστε έτοιμοι…
Σε ελάχιστα λεπτά το παιδάκι μεταφέρθηκε και ασφαλίστηκε στο φορείο του αεροπλάνου, με την γιατρό και τους γονείς του καθισμένους δίπλα του. Κλείσαμε πόρτες, εκκινήσαμε τους κινητήρες και στις 01:20 ακριβώς η έκτακτη πτήσις ΟΑ-6454 της Ολυμπιακής ξεκίνησε την τροχοδρόμηση γιά την απογείωση προς την Αθήνα.
Ο καιρός ήταν ακόμα πιό βίαιος στην επιστροφή, και εμείς μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. Όμως, δεν νοιώσαμε τίποτε από αυτά. Ήταν τόση η ανακούφισις και η χαρά μας, που το ταξίδι ούτε που το καταλάβαμε. Προσγειωθήκαμε στην Αθήνα και, στις 02:16 το πρωΐ, έδεσα το χειρόφρενο στην πίστα της Αεροπλοΐας στο Ελληνικό και έσβησα τους κινητήρες. Η Κινητή Μονάδα του ΕΚΑΒ μας περίμενε εκεί και, με το παιδάκι και τους γονείς του, έφυγε γιά το Νοσοκομείο Παίδων. Η αποστολή μας, που άρχισε το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1997, τελείωσε τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου 1997.
Αποχαιρέτισα την γιατρό και τον νοσηλευτή. Σφίξαμε σιωπηλοί τα χέρια μας, ξέροντας ότι όλοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε καλύτερο. Από την πλευρά μας είχαμε πετύχει στην αποστολή μας, φέραμε το παιδάκι ζωντανό μέχρι την Αθήνα και το νοσοκομείο. Με έτρωγε, όμως, κάτι ακόμα μέσα μου. Ρώτησα την γιατρό:
– Πως τα βλέπεις τα πράγματα, θα γίνει καλά το παιδάκι;
– Δεν ξέρω Γιώργο. Ήταν νεκρό γιά 6-7 λεπτά και, με τόσο χρόνο χωρίς οξυγόνωση, ο εγκέφαλος μπορεί να έχει πάθει σοβαρή βλάβη, είμαστε ακριβώς στα όρια από αυτήν την άποψη. Δεν μπόρεσα να σχηματίσω γνώμη γιατί το παιδί δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του μέχρι τώρα. Θα το αναλάβουν οι νευρολόγοι στο νοσοκομείο, πλέον.
Πέρασαν 10 ημέρες από τότε, με πολλές άλλες πτήσεις. Έφτασε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Βγήκα γιά κάποιες τελευταίες αγορές δώρων και βρέθηκα στην περιοχή των Αμπελοκήπων. Καθώς οδηγούσα στην λεωφόρο Κηφισίας, το μάτι μου έπεσε σε μία πινακίδα που έγραφε «Προς Νοσοκομείο Παίδων».
Το μυαλό μου, ξαφνικά, κατακλύστηκε από την ανάμνηση της πτήσεως αυτής και του βρέφους από την Ζάκυνθο. Τι να έγινε άραγε, συνήλθε, είναι εντελώς καλά; Του είχε μείνει, μήπως, εγκεφαλική βλάβη;
Σπρωγμένος από μία παρόρμηση, έστριψα το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε η πινακίδα. Λίγα λεπτά αργότερα στάθμευσα έξω από το νοσοκομείο και στάθηκα στο γραφείο πληροφοριών. Δεν θυμόμουν το όνομα του παιδιού και βρέθηκα να ρωτάω αόριστα, ζητώντας πληροφορίες «…γιά ένα βρέφος που είχε μεταφερθεί με αεροδιακομιδή του ΕΚΑΒ από την Ζάκυνθο πριν δέκα ημέρες…»
Κανείς, όμως, δεν γνώριζε κάτι, και ήταν απολύτως λογικό: Δεν είχαν στοιχεία γιά το ποιός μετέφερε το κάθε άρρωστο παιδί στο νοσοκομείο, μου ζητούσαν το όνομα του παιδιού. Τους είπα να κοιτάξουν τις εισαγωγές τα ξημερώματα τις 14ης Δεκεμβρίου, αλλά απήντησαν ότι το νοσοκομείο είχε εφημερία εκείνη την ημέρα και υπήρχε πλήθος εισαγωγών. Ετοιμαζόμουν να υπολογίσω περίπου την ώρα της εισαγωγής, όταν μία νοσοκόμα, που είχε έρθει κατά τύχην στο γραφείο πληροφοριών γιά μία διεκπεραίωση, άκουσε την συζήτησή μου με τους υπαλλήλους και με πλησίασε.
– Ψάχνετε μήπως το κοριτσάκι από την Ζάκυνθο που ήρθε πριν 10 ημέρες με πνευμονικό οίδημα;
– Ναι, αυτό ψάχνω και δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε. Ξέρετε εσείς που ευρίσκεται;
– Ναι, ξέρω, αλλά εσείς ποιός είστε; Είστε συγγενής;
– Όχι, είμαι ο πιλότος της Ολυμπιακής που το έφερε και, να, θα ήθελα να ξέρω τι απέγινε!
Πρέπει να κατάλαβε την ανησυχία μου από έναν δισταγμό στην φωνή μου που δεν μπόρεσα να κρύψω. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της και με γέμισε αισιοδοξία.
– Σήμερα το πρωΐ βγήκε από την εντατική και είναι σε δωμάτιο.
Δεν μου φάνηκε πολύ σαφής η απάντησις.
– Πέστε μου την αλήθεια, είναι καλά, έγινε απόλυτα καλά;
Το χαμόγελο έγινε ακόμα πιό έντονο.
– Α, δεν μπορώ να σας πώ εγώ… Ελάτε, ακολουθείστε με, να δείτε ο ίδιος…
Την ακολούθησα. Ανεβήκαμε στον 6ο όροφο, διασχίσαμε έναν μακρύ διάδρομο και σταθήκαμε έξω από ένα μικρό δωμάτιο με κλειστή πόρτα. Την κτύπησε με το χέρι της, διακριτικά, τρείς φορές. Ακούστηκε ένας μικρός θόρυβος από μέσα, κάποιος σηκώθηκε από μία καρέκλα και άνοιξε την πόρτα.
Έμεινα άναυδος. Έβλεπα μπροστά μου ένα κρεβατάκι μωρού, με κάγκελα. Μέσα, όρθιο, κρατημένο με τα χεράκια του από τα κάγκελα, ήταν ένα ζωηρό, χαμογελαστό, υπέροχο κοριτσάκι που με κοίταζε με απορία αλλά και παιχνιδιάρικη διάθεση. Συνειδητοποίησα ότι έβλεπα γιά πρώτη φορά το πρόσωπό της. Ήταν γλυκύτατη. Πανέξυπνα, μεγάλα, σκούρα μάτια και καστανές μπουκλίτσες, ένα πανέμορφο, Ελληνικό αγγελούδι. Φαινόταν απόλυτα καλά! Την επόμενη στιγμή, με είχε αγκαλιάσει η μητέρα της. Με έπνιξε η συγκίνηση, το μόνο που έχω συγκρατήσει είναι η φωνή της που, αφού με φίλησε σταυρωτά, γύρισε κρατώντας με αγκαλιασμένο προς το κοριτσάκι και είπε:
– Αυτός είναι ο αεροπόρος που σε έσωσε…
Ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Έκλαιγε. Κατάλαβε, διαισθάνθηκε το τελευταίο μικρό υπόλοιπο της ανησυχίας που δεν ήθελα να εξωτερικεύσω. Σκούπισε τα δάκρυά της και μου χαμογέλασε:
– Μην ανησυχείτε πιά, είναι απόλυτα καλά, δεν της έμεινε τίποτε, οι νευρολόγοι την βρήκαν πλήρως υγειή!
Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ακόμα. Σήκωσα μόνο το χέρι και της έδειξα ψηλά, προς τον ουρανό. Μου ένευσε καταφατικά, χαμήλωσε το κεφάλι και έκλαψε και πάλι. Κατάφερα να μιλήσω.
– Σας πειράζει να την πάρω λίγο στην αγκαλιά μου;
– Το ρωτάτε; Δεν την βλέπετε πως σας περιμένει;
Σήκωσα την μικρή και την κράτησα στα χέρια μου. Με αγκάλιασε με τα χεράκια της και έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο μου, αφέθηκε επάνω μου σε μία ένδειξη απόλυτης εμπιστοσύνης, σαν να με ήξερε, σαν να ήμουν δικός της άνθρωπος. Κοίταξα την μητέρα της. Το πρόσωπό της είχε φωτιστεί με ένα υπέροχα ήρεμο χαμόγελο. Και πάλι κατάλαβε την αμηχανία μου. Μίλησε με σιγανή φωνή. Είπε απλά:
– Σας ξέρει. Της μιλάει γιά εσάς ο Άγγελός της…

Και τότε, ένοιωσα πως κρατούσα στην αγκαλιά μου το ωραιότερο δώρο Χριστουγέννων που μου έκανε Κάποιος στην ζωή μου.

Πέρασαν ακριβώς δέκα χρόνια από τότε, και στις 13 Δεκεμβρίου του 2007 γεννήθηκε η κόρη μας. Στον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης, είχε διαγνωστεί ότι θα γεννιόταν με ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα υγείας στούς πνεύμονές της. Μόνο που ξαφνικά, στον 7ο μήνα, οι συνεχείς εξετάσεις του εμβρύου έδειξαν μία απρόσμενη, ανεξήγητη γιά τους γιατρούς αναστροφή. Και το θαύμα έγινε. Σταδιακά, μέχρι την γέννησή της, το πρόβλημα εξαφανίστηκε! Έτσι, ακριβώς δέκα χρόνια μετά την πτήση της Ζακύνθου, κρατήσαμε στην αγκαλιά μας το καλύτερο, το ωραιότερο δώρο , δώρο ζωής και πάλι: Το υγιέστατο, θεραπευμένο από κάθε κακό, δικό μας νεογέννητο κοριτσάκι, την Αγάπη μας…
——————-
Το κεφάλαιο αυτό αφιερώνεται στους συναδέλφους μου πιλότους της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, στους γιατρούς και στους νοσηλευτές των αεροδιακομιδών του ΕΚΑΒ, που έδωσαν γιά χρόνια έναν σκληρό αγώνα σε ένα κράτος μανδαρίνων, χωρίς κατάλληλα μέσα και υποδομές και ένα περιβάλλον δύσκολο, απαιτητικό, πολλές φορές επικίνδυνο. Ο περισσότερος κόσμος δεν το γνωρίζει, αλλά πολλοί Έλληνες και μερικοί ξένοι επισκέπτες έχουν την τύχη να ζούν σήμερα γιατί κάποιοι δεν λογάριασαν δυσκολίες, κόπους, κινδύνους, προδοσίες και πόλεμο από ιδιοτελείς και αργυρώνητους συνδικαλιστές, αλλά έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, ο καθένας στο πεδίο του, γιά να συνθέσουν τις αποτελεσματικές, αφοσιωμένες ομάδες των αεροδιακομιδών που έσωσαν τόσο κόσμο.
Μερικοί έχασαν την ζωή τους σε αυτό το πεδίο της τιμής, στο πεδίο του αγώνα γιά την στήριξη των νησιωτών και ακριτών μας και την αναπλήρωση των τραγικών ελλείψεων του κράτους με την προσωπική τους ανάλωση πολύ πέραν του επαγγελματικού καθήκοντος. Ας θυμηθούμε, όλοι όσοι την γνωρίσαμε, την γλυκειά Σοφία Μπεφόν που χάθηκε στο ανταριασμένο εκείνη την νύχτα Αιγαίο, γιά πολλοστή φορά σκυμμένη μέσα στο ελικόπτερο επάνω στον ασθενή της, έμπλεη φροντίδας, μέχρι το ραντεβού με το θάνατο. Από την γειτονιά των αγγέλων, όπου βρίσκεται μαζί με τους άλλους αεροπόρους, γιατρούς και νοσηλευτές που έπεσαν στο καθήκον γιά να σώσουν τους συνανθρώπους τους, ξέρουμε ότι όλοι αυτοί, που τόσες εμπειρίες μοιράστηκαν μαζί μας, μας παρακολουθούν από ψηλά, μας συντροφεύουν στα ταξίδια μας μπαίνοντας στην σκέψη και στις αναμνήσεις μας από το ωραιότερο, το σημαντικότερο κομμάτι που ζήσαμε στην αεροπορική μας καριέρα: τις αποστολές σωτηρίας με όλες τις προκλήσεις που συνεπάγονται και που τόσο μας ένωσαν. Καλή δύναμη φως, και  να είναι πάντα στα φτερά των παιδιών της Πολεμικής Αεροπορίας και του ΕΚΑΒ, που πήραν από εμάς την σκυτάλη και συνεχίζουν…