Διονύσιος Σολωμός:Δικαιούτε τελικά να είναι εθνικός μας ποιητής ο Εβραικής καταγωγής Σολωμός?
Ο Διονύσιος Σολωμός δεν έλαβε μέρος στα πολεμικά γεγονότα τού ΄21 αν και τότε ήταν νέος 23 ετών, υγιέστατος. Ποτέ του δεν κράτησε όπλο ούτε καν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, ακόμα και μετά την απελευθέρωση.
Αν και διέθετε μεγάλη περιουσία, δεν διέθεσε τίποτε για τον αγώνα. Ποτέ δεν αποδείχθηκε, ότι ήταν μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, όπως δήθεν αφήνουν να διαφανεί διάφοροι βιογράφοι του.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή ιταλικού πανεπιστημίου, αλλά δεν αποφοίτησε, παρ΄ όλο, που διέθετε όλα τα απαιτούμενα υλικά μέσα. Ουδέποτε απόκτησε οικογένεια, ούτε είχε ποτέ του σχέσεις με γυναίκα. Διακρινόταν για τη βαρύθυμη νωθρότητά του. Ήταν ευερέθιστος, ιδιότροπος, μισάνθρωπος, ακοινώνητος, δυσπρόσιτος, δύσπιστος προς τούς γνωστούς του, αλλά και άβουλος· ένας οκνηρός και αργόσχολος πλούσιος, που μεθούσε, ένας αλκοολικός.
Ο εβραϊκής καταγωγής πλούσιος πατέρας του, τού είχε αφήσει μεγάλη κληρονομιά, η οποία όμως, διεκδικήθηκε κι από διάφορους άλλους. Η μοναδική του έγνοια σε όλη του τη ζωή ήταν να μην χάσει στα δικαστήρια την περιουσία αυτή και τίποτε άλλο.
Τα ποιήματα, που έγραφε, ούτε ο ίδιος τα είχε σε εκτίμηση.
Χρημάτιζε τούς κριτικούς, να τού γράφουν καλές κριτικές, όπως έχει ο ίδιος παραδεχθεί. Λόγω τής οκνηρίας του τα παρατούσε χωρίς καν να τα τελειώσει. Μόνο δύο ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα, τα οποία εκδόθηκαν όσο ζούσε. Όλα τα υπόλοιπα, που είχαν μείνει ανολοκλήρωτα, τα μάζεψε ένας φίλος του και τα εξέδωσε μετά το θάνατό του.
Η χριστιανική κι εθνικιστική κριτική τής Ρωμιοσύνης έντυσε το Σολωμό με πυκνή ομίχλη από διάφορους μύθους. Θα επιχειρήσουμε να διαλύσουμε τούς μύθους αυτούς και να αποκαλύψουμε το πραγματικό πρόσωπο τού Διονυσίου Σολωμού, το οποίο 150 χρόνια τώρα βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Ξεκινάμε περιγράφοντας άγνωστες -ενοχλητικές για το ρωμιοσυνιστικό κατεστημένο- λεπτομέρειες τής ζωής του. Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στην κριτική τού έργου του (άτεχνοι ημιτελείς στίχοι, αντιγραφές από άλλους ποιητές ή εκκλησιαστικά κείμενα) και τέλος, θα ασχοληθούμε ειδικότερα με ένα μακάβριο, εμπνευσμένο από την «Παλαιά Διαθήκη» ποίημά του, πρωτοφανούς αγριότητας, εθνικιστικού και θρησκευτικού μίσους, γεμάτο αίμα, φρίκη, θάνατο και αποτροπιασμό, στο οποίο δοξολογείται η σφαγή αμάχων κι εξυμνούνται οι σφαγιαστές, ενώ τα θύματα απαξιώνονται, τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», οι δύο πρώτες στροφές τού οποίου αποτελούν τον εθνικό ύμνο τής Νεοελλάδας.
H εβραϊκή οικογένεια των Salamon
Το όνομα Σολωμός απαντάται επίσης ως Σαλαμών ή Σαλομών. Από τα «Κρητικά Χρονικά» (Θ΄ σελ. 466) το επίθετο Salomone βρίσκεται σε κρητικά συμβόλαια τού 1271. (Αναφέρεται ως Ιουδαίος, γιος Sambat, ο οποίος ήταν έμπορος και τοκογλύφος και δάνειζε χρήματα προσαγοράζοντας εγχώρια προϊόντα, κρασί, δέρματα, τυριά κ.λπ.)
Όλες οι παρηχήσεις αυτών των ονομάτων, Salamone, Salamon, Salomone αναφέρονται σε εβραίους κατοίκους των Χανίων, που κατάγονται από οικογένεια από το Σαλέρνο τής Μέσης Ιταλίας, που έφερε αρχικά το όνομα Κεντρονίκου Βορβολάνου, η οποία μετέβη στη Βενετία, κατόπιν στην Κρήτη κι από εκεί στη Ζάκυνθο.
Το όνομα Salomone ήταν κύριο όνομα, βαπτιστικό θα λέγαμε άν επρόκειτο για χριστιανούς. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα εκείνης τής εποχής, οι εβραίοι δεν είχαν οικογενειακά ονόματα, οπότε, οι εβραϊκές οικογένειες ίσως για να αποκτήσουν δικαιώματα και αξιώματα, τα οποία δεν είχαν ως εβραίοι, εκχριστιανίστηκαν.
Τότε, πολλά κύρια ονόματα έγιναν οικογενειακά. Ο ορθόδοξος πλέον, Γεώργιος Σαλαμός για παράδειγμα, που έκτισε την εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου στο Βόιλα τής Σητείας, σιγά – σιγά έγινε Σολομός, γιατί Σολομό έλεγε ο λαός τον παλαιοδιαθηκικό ιουδαίο βασιλιά:
Δεν συνηθιζόταν ούτε τότε ούτε και σήμερα βέβαια, τα ονόματα Σολομών, Σολομός σαν βαπτιστικά, ενώ άλλα εβραϊκά ονόματα, όπως Αδάμ, Αβραάμ, Ιωσήφ κ.λπ. συνηθίζονται ακόμα και σήμερα.
Το Σολωμός είναι εξελληνισμός τού εβραϊκού Salamon. Όχι ως Σολωμός, αλλά ως Salamon και μάλιστα όχι με ελληνικούς χαρακτήρες έχει υπογράψει ο ίδιος ο Διονύσιος τη διαθήκη του.
Η εβραϊκή λοιπόν οικογένεια των Salamon, που επί αιώνες ήταν έμποροι και τοκογλύφοι, δίχως να έχουν το δικαίωμα να έχουν ακίνητη περιουσία, ασπάστηκαν το χριστιανισμό κι απόκτησαν ακίνητη ιδιοκτησία κι αξιώματα. Από την οικογένεια αυτή διακρίθηκαν εκτός των άλλων οι: Βιδάλες ο Γ΄, πατριάρχης Γράδου το 963, Πέτρος, Δόγης τής Βενετίας (1026), Μάρκος, πλοίαρχος (1317), Ιάκωβος, καθηγητής ιταλικού πανεπιστημίου (1600) κ.ά..
Το πλήρες γενεαλογικό δένδρο τής -ήδη εκχριστιανισμένης- οικογένειας Salamon υπάρχει στο βιβλίο τού Λεωνίδα Χ. Ζώη: «Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου» (Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1963). Εκεί παρατηρούμε να εναλλάσσονται αρκετά χριστιανικά βαπτιστικά ονόματα, όπως Ιωάννης, Μάρκος, Νικόλαος, Άγγελος, Θωμάς κ.ά…
Ως Σαλαμών -κι οχι ως Σολωμός- υπογράφει κι ο αδελφός τού ποιητή, Δημήτριος, ο οποίος ακολούθησε πολιτική καριέρα. Η εικονιζόμενη φωτοτυπία προέρχεται από επιστολή του προς το Λόρδο Μέγα Αρμοστή, στον οποίο είχε αποστείλει δύο επιστολές με αυτή την υπογραφή (8 Αυγ. 1851 και 16 Ιαν. 1853) και με την ιδιότητα τού Προέδρου τής Γερουσίας. (Ε.Π., 5ος αριθμ. τής «Επισήμου τού Ιονίου κράτους εφημερίδος»).
Ο κόντες Νικόλαος
Ο Νικόλαος Σολωμός (γεν. 1737), ο πατέρας τού Διονύσιου, πέρασε από την Κρήτη στη Ζάκυνθο. Σ΄αυτόν πρέπει να περιήλθε όλη η πατρική του περιουσία. Ως κόντες, ο Νικόλαος Σολωμός, απόκτησε πολλά ακόμη χρήματα και κτήματα κυρίως χάρη στο προνόμιο, που απόκτησε ως αρμόδιος για την είσπραξη των φόρων καπνού.
Αυτή η ιδιότητά του πρόσθεσε στον τίτλο τού κόντε και το παρατσούκλι «ταμπακιέρης». Το 1765 παντρεύτηκε τη Μαρνέτα Κάκνη, με την οποία απόκτησε το Ροβέρτο (1767), την Ελένη (1770) και μερικά ακόμη παιδιά, που πέθαναν μικρά. Με αίτησή τους το 1785 ο Νικόλαος, ο αδελφός του Σπυρίδων και ο γιος του Ροβέρτος ζήτησαν αναγνώριση των τιμαριωτικών τους τίτλων και την εγγραφή τους στη Libro d΄ oro («Χρυσή Βίβλος» των ευγενών), τα οποία πέτυχαν. Επί πλέον τα δύο αδέλφια ενήργησαν να τούς δοθεί και ο τίτλος τού Κόμητος.
Ο Νικόλαος Σολωμός ήταν άνθρωπος τού χρήματος και σύνδεσε τη ζωή του με τα συμφέροντα τής αριστοκρατίας τού νησιού. Έχασε τούς τίτλους του με την κατάλυση τής ενετικής Δημοκρατίας κατά την περίοδο των δημοκρατικών γάλλων, όπως όλοι οι ευγενείς τού νησιού, αλλά τούς απόκτησε πάλι το 1800 ύστερα από απόφαση τού ρώσου διοικητή.
Ο N. Salamon (Νικόλαος Σολωμός), πατέρας τού Διονύσιου (αριστερά) με την κρυμμένη παλάμη στο σακάκι, σημείο αναγνώρισης τής τεκτονικής ιδιότητας. [Στούς άλλους πίνακες εικονίζονται δειγματοληπτικά διάφοροι άλλοι γνωστοί τέκτονες με κρυμμένη παλάμη. (Μετά το Σολωμό προς τα δεξιά: Τζόρτζ Ουάσινγκτον, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Μαρία-Ιωσήφ Λαφαγιέτ).]
Η κατάσταση στα Επτάνησα
Τα Επτάνησα ακολουθούσαν πολιτικά και πνευματικά την ιστορική εξέλιξη τής Ευρώπης, μετά την ελληνική ανεξαρτησία όμως, έκλιναν προς την Ανατολή.
Από το 1386, που η Επτάνησος «αφιερώθηκε» στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία τής Βενετίας, επί 400 χρόνια και παραπάνω είχε τη συνείδηση των πολιτικών της αφεντάδων, σε εποχή, που το πατριωτικό συναίσθημα, όπως το ένοιωσε ο 19ος αιώνας κι όπως το νοιώθουμε σήμερα, δεν υπήρχε, αλλά κυριαρχούσε η «νομιμοφροσύνη» των αρχομένων προς τούς άρχοντες.
Οι ενετοί είχαν εξασφαλίσει ερείσματα μέσω τής παραχώρησης εξουσιών στην τάξη των ευγενών, που αυτοί καθιέρωσαν και που τούς έδωσαν τη δυνατότητα να κυριαρχούν απρόσκοπτα για εκατοντάδες χρόνια. Το πολίτευμα που επικρατούσε ήταν απόλυτα αριστοκρατικό. Οι ντόπιοι ευγενείς (nubile) ήταν γραμμένοι στο Libro d΄ oro και κυβερνούσαν κάτω από την υψηλή ηγεσία των ενετών.
Με την πάροδο των ετών δημιουργήθηκε η τάξη των αστών (civilly) και στη βάση τής κοινωνικής πυραμίδας φυτοζωούσε χωρίς δικαιώματα το πόπολο (popolo). Oι ντόπιοι ευγενείς τις περισσότερες φορές ήταν πολύ σκληρότεροι από τούς ξένους κυρίαρχους.
H «Iστορία των Εβραίων» γραμμένη από κάποιο Νικόλαο Σολωμό, τής οικογένειας Salamon τής Ζακύνθου.
Η Γαληνοτάτη επέβαλε σ΄ όλες τις κατακτημένες περιοχές την έννομη τάξη με την εισαγωγή τής ενετικής νομοθεσίας. Το 1797, ένα χρόνο πριν τη γέννηση τού Διονυσίου, με τη συνθήκη τού Καμποφόρμιο, τα νησιά παραχωρήθηκαν στη Γαλλία, που την κυβερνούσε τότε εννιά μόνο χρόνια μετά την Επανάσταση, το Διευθυντήριο, με πρώτο Ύπατο τον Βοναπάρτη.
Οι κάτοικοι των νησιών υποδέχονταν τούς γάλλους ως ελευθερωτές από την πολύχρονη δεσποτεία τής Ενετίας και των ντόπιων αρχόντων. Έκαιγαν το Libro d΄ οro και φύτευαν στην πλατεία τού κάθε νησιού το δένδρο τής ελευθερίας.
Όταν το χρονικό διάστημα 1797-1799 τα Επτάνησα περιήλθαν στούς δημοκρατικούς γάλλους, καταργήθηκε η ενετική νομοθεσία κι άρχισε να έχει εφαρμογή το γαλλικό Σύνταγμα. Η νέα νομοθεσία όμως, ήταν εντελώς άγνωστη στούς δικαστικούς, οι οποίοι ούτε μερικά αντίτυπα των γαλλικών νόμων δεν είχαν εξασφαλίσει, για να τούς μελετήσουν. Έτσι επανέφεραν σε ισχύ τούς ενετικούς νόμους.
Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Διονύσιος, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι ενωμένοι κυρίευσαν Κύθηρα, Ζάκυνθο και Κεφαλληνία και τον επόμενο χρόνο την Κέρκυρα. Τον Μάρτιο τού 1800 η Ρωσία και η Τουρκία με τη συνθήκη τής Κωνσταντινούπολης δημιούργησαν ένα ενιαίο κράτος των Ιονίων Νήσων υπό την επικυριαρχία και την προστασία τής Τουρκίας. Τότε συνετάγη το Σύνταγμα τού 1800 ή Βυζαντινό Σύνταγμα, το οποίο για εσωτερικούς λόγους δεν εφαρμόστηκε και η ενετική νομοθεσία παρέμεινε σε ισχύ και αποτελούσε το εφαρμοζόμενο δίκαιο.
Το 1807, με την υπογραφή τής συνθήκης τού Τιλσίτ, τα Ιόνια παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Είναι η δεύτερη γαλλική κατοχή, η οποία όχι μόνο δεν προχώρησε σε νέα νομοθεσία, αλλά αποφάσισε επί αστικών και ποινικών αντικειμένων να ακολουθούνται οι παλαιότερα ισχύοντες νόμοι και συγκεκριμένα, μέχρι δημοσίευσης των νέων κωδίκων, επί αστικών και ποινικών διαφορών εφαρμοστέοι ήταν οι ισχύοντες γενικοί ενετικοί νόμοι.
Οι διεθνείς ανταγωνισμοί είχαν ισχυρό απόηχο στα Επτάνησα.
Το 1809 μοίρα βρετανικού στόλου καταλαμβάνει τη Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία, για να προσφέρει «προστασία» στούς κατοίκους των νησιών. Τον επόμενο χρόνο αποβιβάζεται στη Λευκάδα και τελικά το 1814, παραδίδεται και η Κέρκυρα στους Άγγλους.
Συνεπώς, όλο το χρονικό διάστημα από την κατάλυση τής ενετικής κυριαρχίας το 1797 μέχρι την 1η Μαΐου 1841, που καταργήθηκαν με το ΙΗ νόμο τού Ζ΄ Ιονίου Κοινοβουλίου οι ενετικοί νόμοι, ίσχυε στα Επτάνησα η ενετική νομοθεσία, η οποία δεν καταργήθηκε το 1797, όπως οι βιογράφοι τού ποιητή ισχυρίζονται.
Διευκρινίζονται αυτές οι λεπτομέρειες, γιατί -όπως θα αναλύσουμε παρακάτω- οι βιογράφοι τού Σολωμού έχουν δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις, ως προς το νομικό καθεστώς και την επίδραση, που άσκησε στη ζωή του.
Διονύσιος Σολωμός: Νόθο παιδί ενός 60χρονου πλούσιου Εβραίου κόντε και τής 12χρονης φτωχιάς, Σλάβας παραδουλεύτρας του
To 1796, όταν ο κόντες Νικόλαος ήταν ήδη 60 ετών, προσέλαβε ως οικιακή βοηθό ένα φτωχό κορίτσι, που ζούσε σε ένα χαμόσπιτο εκεί κοντά, τη δωδεκάχρονη τότε, Αγγελική Νίκλη. Σύντομα άρχισε να έχει ερωτικές σχέσεις μαζί της. Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων τού εξηντάρη αριστοκράτη με τη δωδεκάχρονη παραδουλεύτρα του ήταν η γέννηση δύο νόθων τέκνων, τού Διονύσιου, το 1798, όταν η Αγγελική ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών και τού Δημήτριου, το 1801.
Κατά την ενετοκρατία ίσχυε ο βυζαντινός θεσμός τής παλλακίας. Οι ευγενείς και οι αστοί χωρίς να αντιμετωπίζουν κανένα κίνδυνο εξοστρακισμού από την εκκλησία και τον κοινωνικό περίγυρο συντηρούσαν παράλληλα με τη νόμιμη οικογένειά τους και μια άλλη παράνομη.
Τα τέκνα, που αποκτούσαν από την παράνομη αυτή συμβίωση, μολονότι νόθα, δεν τα αποκαλούσαν στη νομική τους έκφραση έτσι, αλλά τα χαρακτήριζαν «φυσικά τέκνα». Σαφής ήταν όμως η διάκριση μεταξύ των νόμιμων κληρονόμων -των γνήσιων τέκνων- και των φυσικών τέκνων, των νόθων, δηλαδή των παιδιών, που αποκτούσαν με την παλλακίδα. Οι ενετικοί νόμοι απέκλειαν τού κλήρου τα φυσικά τέκνα.
Κανένα νόθο τέκνο δεν μπορούσε να γραφτεί στο Libro d΄ oro, ούτε είχε τη δυνατότητα να κληρονομήσει τον πατρικό τίτλο ή την πατρική περιουσία. Την παράνομη σύζυγο στα Επτάνησα την αποκαλούσαν «μαντενούντα». Όταν λοιπόν γεννήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός, τη ζωή του ρύθμιζε το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο τής Ενετίας, που με τη γέννησή του τον ενέταξε στα φυσικά (νόθα) τέκνα.
Για την καταγωγή τής μητέρας τού Διονύσιου, Αγγελικής Νίκλη, οι αναφορές των μελετητών είναι ολιγόλογες. Η Αγγελική ήταν μιά πολύ όμορφη κοπέλα σλαβικής καταγωγής, που γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1784. Οι σλάβοι πρόγονοί της ήταν από αυτούς, που είχαν εποικήσει την Πελοπόννησο από τον 7ο αιώνα.
Είχαν εγκατασταθεί αρχικά -εκτοπίζοντας τούς παλαιότερους κατοίκους τής περιοχής- στην αρχαία Τεγέα, όπου ίδρυσαν την πόλη Νίκλι, απ΄ όπου και το επώνυμό τους. Μετά την καταστροφή τής πόλης, τον 13ο αιώνα, αρκετοί από αυτούς πέρασαν στη Μάνη. Τον 15ο αιώνα, αφού η Βενετία είχε καταλάβει τη Ζάκυνθο κι επειδή το νησί είχε ερημωθεί από τους πολέμους, τις επιδρομές των πειρατών και τις συχνές επιδημίες, η Βενετική Γερουσία κάλεσε οικογένειες από διάφορες περιοχές -μεταξύ των οποίων και από τη Μάνη- να εγκατασταθούν εκεί χορηγώντας τους κτήματα και διάφορες άλλες συνδρομές. Η οικογένεια τής Αγγελικής εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο το 1554.
Tα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Διονύσιος τα πέρασε στη Ζάκυνθο έχοντας δασκάλους του τούς ιερείς Κασιμάτη, Αναστάσιο Καραβία, τον Αντώνιο Μαρτελάο, και τον ιταλό αββά Δον Σάντο Ρόσσι, ο οποίος τού δίδαξε την ιταλική γλώσσα. Οι δάσκαλοί του αυτοί ήταν, που εμφύσησαν στο μικρό Διονύσιο τη βαθύτατη θεοσέβεια, που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το έργο του.
Το 1802, όταν πέθανε η νόμιμη γυναίκα του, Μαρνέτα, ο εξηνταπεντάρης πλέον Νικόλαος, συνέταξη τη διαθήκη του, βάσει τής οποίας άφηνε το ένα τρίτο τής περιουσίας στο νόμιμο γιό του, Ροβέρτο. Στην Αγγελική άφηνε 400 τζεκίνια και όσα ρούχα και χρυσαφικά τής είχε αγοράσει να τα έχει ως προίκα άν ήθελε να παντρευτεί.
Σε περίπτωση, που θα έμενε ανύπαντρη, οι επίτροποι (ως επιτρόπους όρισε άτομα τής εμπιστοσύνης του) είχαν χρέος «να την ζωοτρέφουν ομού με τα παιδία, όπου έχει γεναμένα μετά με…». Στη νόμιμη κόρη του, Ελένη, δεν άφησε τίποτε, διότι θεώρησε, ότι την είχε ήδη προικίσει καλά, όταν αυτή παντρεύτηκε.
Αφού αφαιρούσαν οι επίτροποι το ένα τρίτο τού Ροβέρτου κι όσα άφηνε στην Αγγελική, το υπόλοιπο όρισε να το μοιραστούν τα δύο νόθα παιδιά του, ο Διονύσιος και ο Δημήτριος, μαζί με το σπίτι του στην πόλη. Παράγγειλε δε στούς επιτρόπους να εγκαταστήσουν τούς γιούς του στην περιουσία μετά τη συμπλήρωση τού 24ου έτους τής ηλικίας τους.
Στη λαϊκή παράδοση τής Ρωμιοσύνης το όνομα Σολωμός είναι συνδεδεμένο με εβραϊκή καταγωγή. Ο Εβραίος Σολωμός (κι όχι Σολομών), όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης, είναι ο σπιτονοικοκύρης του, χαρακτήρας εμπόρου τής πόλης και συγκεκριμένα τής Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός, πιεστικός στην είσπραξη των ενοικίων. Δεν εισπράττει το Σάββατο κι ο Καραγκιόζης τού λέει, πως θα τον πληρώσει μόνο Σάββατο.
Πρώτες προστριβές για τη μεγάλη κληρονομιά
Στις 27 Φεβρουαρίου 1807, την παραμονή τού θανάτου του, ο ήδη παράλυτος κόντες σε ηλικία 70 ετών συνήψε γάμο με την Αγγελική. Την επόμενη μέρα πέθανε! Ο Διονύσιος ήταν τότε μόλις εννέα ετών. Κατά την κηδεία τού Νικολάου Σολωμού, η 23χρονη τότε Αγγελική ήταν ήδη έγκυος.
Ο Ροβέρτος, 40 ετών τότε, επιδίωξε να εγκλειστεί η Αγγελική σε γυναικείο μοναστήρι, για να πιστοποιηθεί από την ημερομηνία τοκετού τού κυοφορούμενου άν ήταν γνήσιο τέκνο τού γέρου κόντε ή τού νεαρού Εμμανουήλ Λεονταράκη, ο οποίος την παντρεύτηκε σε λιγότερο από έξη μήνες (15 Αυγούστου 1807, από ένα χωρικό ιερέα, χωρίς την άδεια τού πρωτοπαπά Ζακύνθου).
Ο Λεονταράκης έμενε στο ισόγειο τού αρχοντικού τού Νικολάου Σολωμού, όπου διατηρούσε μικρό κατάστημα αργυραμοιβού και ήταν εκείνος, που είχε βεβαιώσει το γάμο τής Αγγελικής και τού ετοιμοθάνατου υπογράφοντας ως μάρτυρας.
Η περίπτωση τής κληρονομιάς τού Νικόλαου Σολωμού είναι πολύ πολύπλοκη κι αποτέλεσε την αφορμή για επανειλημμένες πολύχρονες αντιδικίες μεταξύ διαφόρων, που την διεκδικούσαν, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω.
Η διεκδίκηση τής πατρικής περιουσίας από το Διονύσιο ήταν μονόδρομος. Ουσιαστικά ήταν το μόνο πράγμα, με το οποίο ασχολήθηκε σε όλη του τη ζωή, καθ΄ ότι ήταν οκνηρός (δεν εργάστηκε ποτέ) και συνεπώς ανίκανος να δημιουργήσει δική του περιουσία. Αν έχανε στα δικαστήρια την κληρονομιά τού πατέρα του, από βαθύτατα πλούσιος θα βρισκόταν πάμφτωχος στο δρόμο.
Γιατί υπήρξε όμως αυτός ο κίνδυνος; Όλα συνέβαιναν το 1807. Μέχρι τότε ίσχυε η ενετική νομοθεσία βάσει τής οποίας δεν αναγνωρίζονταν και δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα τα νόθα παιδιά. Επομένως, η διαθήκη τού κόντε Νικόλαου ήταν ουσιαστικά άκυρη και -σύμφωνα με το νόμο- όλη την περιουσία την δικαιούταν ο μόνος νόμιμος γιός του, ο Ροβέρτος.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1807 όμως, έχουμε κατάλυση τής Επτανήσου Πολιτείας και τη δεύτερη γαλλική κατοχή. Τόσο ο Ροβέρτος, όσο και οι επίτροποι των παιδιών εκτιμούσαν, ότι θα ρυθμιζόταν το θέμα βάσει τής νέας -φιλελεύθερης- γαλλικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ νόθων και γνήσιων τέκνων («τα νόθα τέκνα απολαύουσι των κληρονομικών δικαιωμάτων των γνησίων»).
Η γαλλική νομοθεσία όμως, τελικά, ουδέποτε εφαρμόστηκε στα Επτάνησα. Σε διάφορες νομοθετικές πράξεις τής αγγλικής προστασίας αργότερα (η Ζάκυνθος περιήλθε στην αγγλική κατοχή από το 1809) αναφέρεται, ότι μέχρι να δημοσιευτούν οι νέοι κώδικες, γενική αστική νομοθεσία στα Επτάνησα ήταν η ενετική.
Ο Ροβέρτος πάντως, λίγες μέρες μετά το θάνατο τού πατέρα του, προσέβαλε τη διαθήκη ισχυριζόμενος, ότι σε αυτόν, ως νόμιμο τέκνο, ανήκε όλη η πατρική περιουσία, αποκλειομένων έτσι των Διονυσίου και Δημητρίου. Οι επίτροποι υπέβαλαν ένσταση υποστηρίζοντας το νόμιμο τής διαθήκης.
Παράλληλα, προκειμένου να προστατεύσουν το Διονύσιο και το Δημήτριο, διότι το παιδί που κυοφορούσε η Αγγελική (παρ΄ όλο, που προφανώς δεν ήταν τού παράλυτου ετοιμοθάνατου τότε γέροντα, αλλά τού νεαρού εραστή της), με το γάμο της με τον κόντε μιά μέρα πριν πεθάνει, νομικά θεωρούνταν νόμιμο παιδί τού Νικολάου Σολωμού και θα μπορούσε (πράγμα, που τελικά έκανε αργότερα) να διεκδικήσει την περιουσία αποκλείοντας το Διονύσιο και το Δημήτριο.
Οι επίτροποι έκρυψαν την Αγγελική, που γέννησε το Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους, έξη-επτά μήνες μετά το θάνατο τού κόντε, τον Ιωάννη Λεονταράκη, φρόντισαν να δοθεί άδεια γάμου εκ των υστέρων και συμβιβάστηκαν με το Ροβέρτο, ο οποίος δεν διεκδίκησε την υπόλοιπη περιουσία, αλλά αρκέστηκε στο ένα δεύτερο φοβούμενος, ότι άν εφαρμοζόταν η γαλλική νομοθεσία, θα δικαιούταν μόνο το ένα τρίτο αυτής. Ο τοκετός τού Ιωάννη Λεονταράκη δηλώθηκε, ότι δήθεν έγινε το Δεκέμβριο τού 1807, ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση να είναι γιός τού γέρου κόντε.
Στο νέο ζεύγος Λεονταράκη δόθηκε σπίτι στην πόλη από την κληρονομιά, για να κατοικήσουν, όπου έμειναν μαζί και οι μικροί Σολωμοί. Από το νέο γάμο τής μητέρας του ο Διονύσιος απέκτησε, εκτός από τον Ιωάννη, ετεροθαλή αδέλφια, το Σπύρο, την Ανέττα και τη Τζόγια.
Δεν καταφέρνει να σπουδάσει
Οι τάξεις τότε στα Επτάνησα ήταν τόσο κλειστές, που δεν επέτρεπαν συγκατοίκηση λαϊκού με ευγενή. Ο Νικόλαος Μεσσαλάς, ένας από τούς επίτροπους, αντιλήφθηκε πρώτος τον κίνδυνο από την κοινωνική αποξένωση, που θα δημιουργούσε στα παιδιά, όταν θα μεγάλωναν, το νομικό και κοινωνικό καθεστώς κι αποφάσισε να τα απομακρύνει άμεσα από την πληβεία μητέρα τους.
Για να λησμονήσει τα λίγα μανιάτικα τής παιδικής του ηλικίας έστειλε το Διονύσιο (δέκα ετών τότε) μαζί με τον ιταλό καθολικό ιερέα δάσκαλό του, Ρόσσι, να σπουδάσει στην Ιταλία. [Η μητέρα του ήταν, όπως είδαμε παραπάνω, σλαβικής καταγωγής, ενώ στη Μάνη εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί αλβανοί (μάνη = μουριά στα αλβανικά, βλ. Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…). Τα μανιάτικα λοιπόν, που γράφουν οι βιογράφοι τού Σολωμού, ότι τού μιλούσε η μητέρα του, δεν γνωρίζουμε πόση σχέση είχαν με τα ελληνικά].
Ο Ρόσσι τον έγραψε αρχικά στο Λύκειο τής Αγίας Αικατερίνης τής Βενετίας. Ο Διονύσιος όμως, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στο σχολείο κι έτσι ο αββάς τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελικά συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1815 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο τής Παβίας, για να ακολουθήσει νομικές σπουδές, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει με τις σπουδές του το πλέγμα των νομικών διακρίσεων, που υπήρχε για τα νόθα στη Ζάκυνθο. Παρ΄ όλο που είχε όλα τα οικονομικά μέσα, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Στην Ιταλία και σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Διονύσιος έγραψε τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά, το οποία είχαν -τι άλλο θα μπορούσαν;- θρησκευτική θεματολογία. («Ωδή για πρώτη λειτουργία», «Καταστροφή τής Ιερουσαλήμ»).
Ο Διονύσιος επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818, σε ηλικία 20 ετών, όταν τη διοικούσε αυταρχικά και στρατιωτικά Άγγλος αρμοστής, ο οποίος εξ αρχής είχε προσεταιριστεί κατάληλα πρόσωπα τής προνομιούχας τάξης. Η αριστοκρατία ήταν τόσο κλειστή, τόσο άκαμπτη στην ιεράρχηση των οικογενειακών και στην περιφρούρηση των προνομίων της, ώστε και μεταξύ της ακόμα να κάνει διακρίσεις. Οι άρχοντες από τα «δεύτερα» σπίτια δεν ήταν νοητό να συγγενέψουν με τα «πρώτα» σπίτια.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα έγινε η επιστροφή τού Διονύσιου από την Ιταλία. Επέστρεφε σ΄ ένα κόσμο, που δεν τού αναγνώριζε τίτλους ευγενείας και κυρίως περιουσία κι ήταν στιγματισμένος ως νόθος.
Η ζακυνθινή κοινωνία δεν ήταν καθόλου φειδωλή στο να χρησιμοποιεί παρατσούκλια και παρονόματα σχετικά «μούλος» ή «μπάσταρδος» για τα νοθογέννητα. Τα όσα έχουν γραφτεί σχετικά με τα φιλολογικά σαλόνια, πως δηλαδή όλα τα αρχοντικά τής Ζακύνθου δήθεν άνοιγαν στο Σολωμό κι επεδίωκαν τη συναναστροφή του, πρέπει, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα 1818 – 1821 να τα απορρίψουμε ως μυθεύματα. Όλος ο κύκλος τής Ζακύνθου γνώριζε, ότι ο Διονύσιος ήταν νόθος.
Ο Διονύσιος συγκατοίκησε πάλι με τη μητέρα του και σύμφωνα με τη νομοθεσία είχε το δικό της όνομα, όχι τού πατέρα του, άσχετα που τον είχε αναγνωρίσει ως παιδί του. Το να επιχειρήσουν ο Διονύσιος και ο Δημήτριος να ανατρέψουν τις κοινωνικές αντιλήψεις, που είχαν διαμορφωθεί τόσα χρόνια και να γίνουν αποδεκτοί από την τοπική κοινωνία ήταν δύσκολο.
Ένας τρόπος υπήρχε, η νομοθετική ρύθμιση τού θέματος. Αυτός όμως, ο δρόμος ήταν αποκλειστικό προνόμιο λίγων την περίοδο εκείνη και ανήκε στην εξουσία των Άγγλων. Κατά συνέπεια, για να μπορέσουν τα δύο αδέλφια να αναδειχθούν κοινωνικά, αλλά κυρίως για να νομιμοποιήσουν την πατρική κληρονομιά, η οποία εως τότε δεν ήταν σίγουρη -ως αντίθετη με την κείμενη νομοθεσία- ο μόνος δρόμος ήταν η παραδοχή και συνεργασία με την αγγλική πολιτική.
Πρώτος το αποφασίζει ο Δημήτριος. Είναι τέσσερα χρόνια μικρότερος τού Διονύσιου, τελείωσε -σε αντίθεση με εκείνον τις σπουδές του στην Ιταλία- και το 1821 παντρεύεται στη Ζάκυνθο μιά κοπέλα, φυσικά όχι ευγενικής καταγωγής, αφού λόγω τού κοινωνικού στίγματος καμμία κόρη από την τάξη τους δεν θα τούς παντρευόταν. Είχε όμως, ένα σημαντικό προσόν, ήταν κόρη ενός από τα επτά μέλη τής Ζακύνθου, που ο Maitland είχε στρατολογήσει ως συντακτική επιτροπή τού Συντάγματος τού 1817.
Την περίοδο 1823/24 αρχίζουν προστριβές μεταξύ των αδελφών, που κατοικούσαν στο πατρικό σπίτι, στο επάνω πάτωμα ο Διονύσιος και στο κάτω ο Δημήτριος, για περιουσιακά ζητήματα.
Ο Διονύσιος αρχίζει τελικά να κάνει κι αυτός στροφή προς την αγγλική παράταξη. Στην «Ωδή εις τον θάνατον τού λόρδου Μπάιρον» (1825) δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να κτυπάει την πολιτική τής Ρωσίας και πλαγίως την πολιτική τής Γαλλίας. Στις στροφές 20-24 τού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» κτυπάει επίσης τη Ρωσία και την πολιτική της (για προσωπικούς βέβαια κι όχι εθνικούς λόγους).
Το 1826 οι δυό αδελφοί συμφιλιώθηκαν, αλλά το χρονικό διάστημα 1827-1828 ήρθαν πάλι σε ρήξη. Οι προστριβές τους έφτασαν ως τις αρχές τού τόπου και τα δικαστήρια, τα οποία αποφάσισαν για τη διανομή τής περιουσίας σε δύο ίσα περίπου μερίδια.
Δεν πολεμούσε, έγραφε ποιήματα…
Υποτίθεται, ότι ο «εθνικός ποητής» της αγαπούσε την Ελλάδα. Γιατί δεν έλαβε μέρος στα πολεμικά γεγονότα τού ΄21; Ενώ οι άλλοι πολεμούσαν, αυτός έγραφε απλοϊκούς στίχους, όπως ο ίδιος τούς είχε χαρακτηρίσει. Στο Νεόφυτο Βάμβα, που τού σύστησε να μεταβεί στην Ελλάδα, για να αγωνιστεί, τού απάντησε το εξής αμίμητο: «Η άποψις τής οντότητος, μάλιστα τής οντότητος, μη εισέτι συγκεκριμένης, οία η ελληνική, ήθελεν ίσως αφανίσει την ιδανικήν εποποιίαν, ην διατελώ οικοδομών μέσα εις το άγιον βήμα τής ψυχής μου»!
Ήταν πατριώτης με τις εξής τρεις προϋποθέσεις:
Να μη χάσει την αριστοκρατική «σειρά» του.
Να μη χάσει την υλική του ανεξαρτησία.
Να μη χάσει τη ζωή του.
Δεν πήγε λοιπόν να πολεμήσει, όχι γιατί η ποίηση είναι ανδραγαθία (πνευματική), ούτε γιατί ο ηρωισμός τής γλώσσας ήταν χρέος ανώτερο από τον ηρωισμό τού πατριωτικού θανάτου. Την αιτία τής απουσίας τού Σολωμού από το πατριωτικό χρέος δε θα τη ζητήσουμε στις ιδέες, μα στην ιδιοσυγκρασία του.
«Είσαι γενναίος;» προβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του το ερώτημα στο «Διάλογό» του με το στόμα τού Φίλου. «Κι αν δεν είμαι, απαντά, ακολουθώντας τα παραδείγματα τόσων άλλων, προσπαθώ να φαίνομαι τέτοιος».
Όσο για το ανέκδοτο, ότι μια φορά ο Σολωμός δεν έφαγε περιστέρια (πάντως όμως έφαγε ελιές και ψωμί), για να δείξει την εσωτερική συμμετοχή του κι αλληλεγγύη στα δεινά τού Μεσολογγίου, τού οποίου οι πολιορκημένοι έτρωγαν φύκια, ποντίκια και τομάρια, άν έβρισκαν, μάς το βεβαιώνει ο υπηρέτης τού Σολωμού, Μιχαλόπουλος. (Κώστα Βάρναλη: «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», έκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2000).
Αυτά έγραφε ο Διονύσιος, όταν -σύμφωνα με τούς βιογράφους του- άκουγε από τη Ζάκυνθο τις κανονιές και τις ντουφεκιές από τις μάχες στην απέναντι ακτή. Δεν πήρε όμως κι αυτός ένα ντουφέκι να πάει να πολεμήσει, 23 χρονών τότε, αφού -υποτίθεται- πως αγαπούσε την Ελλάδα. Προτίμησε να κάθεται, να σπαταλά την περιουσία τού πατέρα του και να ακούει ρεμβάζοντας τη θέα.Στη φωτογραφία η εκπληκτική θέα από το σπίτι τού Διονύσιου Σολωμού στην Κέρκυρα.
Ο Σολωμός πάνω στην άψη τής επανάστασης ήταν μόλις 23 χρονών· το ποιητικό του μέγεθος δεν ήταν ακόμα πραγματικότητα. Έτσι, δεν μπορούσε να ξέρει από πριν, πώς θα εξελισσόταν η ποιητική του πορεία.
Την εποχή λοιπόν, που τού αποδίδουν το σόφισμα τής αποφυγής τού πατριωτικού ηρωισμού χάρη στον ανώτερο γλωσσικό, ο Σολωμός ούτε καλά τα ήξερε, ούτε καλά τα έγραφε τα ελληνικά, αφού ακόμα και στην ωριμότερή του περίοδο σχεδίαζε ή σημείωνε στην ιταλική γλώσσα πρώτα, γιατί τού ήταν φυσικότερη. Και προς το τέλος τής ζωής του πάλι στα ιταλικά άρχισε να ξαναγράφει τα ποιήματά του.
Ο Σολωμός ως στα 17 του χρόνια ήταν ένας πλούσιος Γάλλος πολίτης, που είχε βγάλει ιταλικό σχολείο. Τα υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του υπήρξε Άγγλος πολίτης. Ήταν θιασώτης τού ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος· ουδέποτε καταφέρθηκε κατά τού Βυζαντίου ή τού Πατριαρχείου. Δεν πάτησε καν το πόδι του σ΄ ελλαδικό έδαφος ούτε πριν ούτε κατά την επανάσταση, ούτε μετά την δημιουργία τού νεοελληνικού κράτους.
Ούτε ως τέκτων τα κατάφερε
Τα Ιόνια είναι αναμφίβολα η κοιτίδα τού ελλαδικού τεκτονισμού. Η περιοχή δεν βρέθηκε υπό τον οθωμανικό ζυγό και ταυτόχρονα η κατοχή της από ευρωπαϊκές δυνάμεις, με μόνη εξαίρεση την περίοδο τής ρωσικής κατοχής, συνέδεσε τα νησιά με τα τεκταινόμενα στην κεντρική Ευρώπη τη σημαντική περίοδο τού διαφωτισμού. Έτσι, ήταν φυσικό να μεταλαμπαδευθεί και στα Ιόνια ο τεκτονισμός σχετικά σύντομα μετά την εμφάνισή του στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Η δομή τού τεκτονισμού στα Επτάνησα τη χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει, δηλαδή από το 1818, οπότε ο Σολωμός επέστρεψε σε ηλικία 20 ετών από την Ιταλία, έως το 1857, οπότε πέθανε, είχε ως εξής:
Στη Ζάκυνθο λειτουργούσε η στοά Fenice Risorta ως το 1820 και μετά την αναστολή εργασιών, από το 1832 ως το 1853. Στην Κέρκυρα η Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή με τις στοές της λειτουργούσε από το 1816 ως το 1857 με αναστολή εργασιών κατά τη διάρκεια τής επανάστασης. Από το 1837 έως το 1876 λειτουργούσε επίσης στην Κέρκυρα η αγγλική στοά Πυθαγόρας 654. Τέλος, από το 1843 λειτουργούσε επίσης στην Κέρκυρα η στοά Φοίνιξ.
Το 1814 άρχισε η περίοδος τής αγγλικής «προστασίας» των Ιονίων. Ταυτόχρονα, στις 14 Σεπτεμβρίου τής ίδιας χρονιάς ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία και δρομολογήθηκαν τα γεγονότα, που οδήγησαν στην επανάσταση.
Αυτά καθόρισαν τη δομή αλλά και τούς στόχους τού επτανησιακού τεκτονισμού για τα επόμενα χρόνια ως την ανεξαρτησία. Στο πλαίσιο τού πολιτικού απελευθερωτικού προσανατολισμού τού επτανησιακού τεκτονισμού φαίνεται, ότι ο κόμης Δ. Ρώμας, σεβάσμιος τής στοάς τής Κέρκυρας, έκρινε, ότι θα ήταν προσφορότερη η αποσύνδεση από το γαλλικό τεκτονισμό και η σύναψη σχέσεων με τον αγγλικό.
Από την τεκτονική στοά τής Ζακύνθου διασώθηκαν τα ποιήματα τού Σολωμού. Το σύνολο τού αρχείου του περιήλθε μετά το θάνατό του, το 1857, στα χέρια τού φίλου του, τού Κερκυραίου λόγιου και πολιτικού, Ιάκωβου Πολυλά. Μετά το θάνατο τού Πολυλά, το 1898, η κουνιάδα του, λαίδη Ρίγκλερ, απέστειλε στην τεκτονική στοά «Αστήρ τής Ανατολής» όσα φύλλα με στίχους βρήκε μαζί με μερικά χειρόγραφα τού Πολυλά.
Για την τεκτονική ιδιότητα τού Σολωμού έχουν γράψει πολλοί, τέκτονες και μη, όπως οι:
Γιάννης Δεμέτης, τέως διεθυντής τού Μουσείου Σολωμού στη Ζάκυνθο (Επτανησιακά Φύλλα, ΚΖ΄ 3-4, 2007).
Α. Μποτετζάγιας (Επτάνησος, φύλ. 171 και 172, 16 και 24 Δεκεμβρίου 1937).
Ντίνος Κονόμος (1957).
Παναγιώτης Μουζάκης, ο οποίος στην Έκθεση Πεπραγμένων τού Αστέρα τής Ανατολής (1902) αναφέρει το Σολωμό ως «τεκτονικό νεομύστη».
Ο τέκτονας Μαρτζώκης διαβεβαιώνει σε πρακτικό τού Αστέρα τής Ανατολής (1898), ότι ο Σολωμός ήταν τέκτονας.
Ο τέκτονας Καντιάνο Ρώμα προσφωνεί το Σολωμό «αδελφό».
Άλλοι όμως, υποστηρίζουν, ότι ο Σολωμός δεν υπήρξε τέκτων. (Ανδρ. Ριζόπουλος: «Συναισθηματισμός και ιστορία ή ήταν ο Σολωμός τέκτονας;», Επτανησιακά φύλλα, τόμ. ΚΗ΄, 3-4, Ζάκυνθος, 2008). Το πιθανότερο είναι να προσεταιρίστηκε τούς τέκτονες, γι΄ αυτό υπάρχουν τόσες σχετικές μαρτυρίες, αλλά να έμεινε στην τάξη τού Δόκιμου ή να αποβλήθηκε απ΄ αυτούς εντελώς και ποτέ να μην κατόρθωσε να αναρριχηθεί στους τεκτονικούς βαθμούς, καθ΄ ότι ανίκανος, οκνηρός και -κυρίως- μέθυσος.
Δεν γνώρισε ερωτικό χάδι γυναίκας
Ο Σολωμός δεν παντρεύτηκε ούτε όμως, έχει αναφερθεί ποτέ κάποιος έρωτας ή κάποια σχέση του με γυναίκα. Οι βιογράφοι του τον δικαιολογούν, παρουσιάζοντας τον έρωτα δήθεν εμπόδιο στην τέχνη. Έτσι, εφευρέθηκε η κλασική μωρολογία, πως ο Σολωμός δεν έκανε έρωτα, για να κάνει ποίηση. Έτσι κι ο Ωριγένης «ευνούχισεν εαυτόν δια την βασιλείαν των ουρανών»…
«Ο Σολωμός -λένε- δεν έκανε ερωτικά τραγούδια, πες από ντροπή, πές από σεβασμό στην Ποίηση! Κακομοίρα Τέχνη όλων των μεγάλων εποχών κι όλων των μεγάλων ηρώων τού Καλού! Τι έχεις να τραβάς, όταν αυτοί, που σε εξηγούν από το ύψος τής χωριατοσύνης τους, δεν είναι ούτε καλλιτέχνες ούτε κριτικοί, μα “νοικοκυραίοι”, όπως κι οι ίδιοι ομολογούν με άξια των σκοπών τους πολιτική ειλικρίνεια». (Κώστα Βάρναλη: «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», έκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2000).
Οι επιστολές τού Σολωμού από την Ιταλία προς τη μητέρα του ξεχειλίζουν από τρυφερότητα, θερμότητα και υπέρμετρη αγάπη. Ακόμα και στην αρχή τής ενήλικης ζωής, δεκαοκτάχρονος ων, έχει αγωνία μη χάσει την αγάπη της και νιώθει ζήλια προς τον μικρότερο αδελφό του, Δημήτριο, που ζει με τη μητέρα του (Σολωμού Διονυσίου, Άπαντα, Αλληλογραφία, τόμ. 3ος, επιμ. Λίνου Πολίτη, έκδ. Ίκαρος, 1991, σελ. 50).
«Πολυαγαπημένη μου μητέρα, επιτέλους, ύστερ΄ από τέσσερα και παραπάνω χρόνια, που λαχταρούσα να λάβω γράμμα σου, μού ήρθαν δύο, το ένα πάνω στ΄ άλλο· τα ΄βρεξα, πίστεψέ με, με τα πιο θερμά μου δάκρυα… Νοιώθω το φως μου ν΄ αδυνατίζει κάπως· ω Θεέ μου, δε θα ΄θελα να φτάσω σε θέση να μην μπορώ πια να σε ξαναδώ…»
Όπως αναφέρει και ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «από το έργο τού Σολωμού απουσιάζει τελείως ο πατέρας. Δεν υπάρχει πουθενά, ούτε ως ένδειξη, ούτε ως σκιά. Ακόμη και η έννοια “πατέρας” στην ποίηση τού Σολωμού δεν είναι θετικά, αλλά αρνητικά φορτισμένη». (Θ. Δ. Φραγκόπουλου: «Έξι παράγραφοι για τον Σολωμό», στο περ. Τετράδια Ευθύνης, 1984, τ.22, σελ. 107). Στο ποίημα «Λάμπρος», για παράδειγμα, ο πατέρας παρουσιάζεται βρεφοκτόνος και αιμομίκτης.
Η απουσία πατρικού προτύπου πυροδοτεί σκέψεις και ενέργειες, οι οποίες, στην περίπτωση των καλλιτεχνών, μετασχηματίζονται σε δημιουργία έργων με εξιδανίκευση γυναικείων μορφών, καθώς και απώθηση ή εχθρικότητα απέναντι στα ανδρικά πρότυπα.
Η απουσία πατρικού προτύπου στο Σολωμό καθόρισε και την κοινωνική συμπεριφορά του μέσα από τις άλυτες ψυχοσυγκρούσεις, που στοίχειωναν την πραγματική και ιδεατή ζωή του.
Ο Παλαμάς αναφέρει, ότι μετά την επιστροφή του από την Ιταλία στη Ζάκυνθο, βίωνε τις αντιφάσεις τού χαρακτήρα του κι ότι «ακόμα και κάτω από την ωριμότερη τούτη περίοδο τής φαντασίας του, πάντα κρύβεται ο ζακυθινός τύπος, ο απαλός και κάπως θηλυκότροπος αισθηματίας, ο κιθαριστής και αυτοσχεδιαστής» (Παλαμάς Κωστής, ό.π. σελ. 74).
Έχει γίνει συσχέτιση ομοιοτήτων τής προσωπικής, οικογενειακής ζωής και καλλιτεχνικής δημιουργίας ανάμεσα στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και στο Διονύσιο Σολωμό.
Ο Ντα Βίντσι ήταν νόθος γιος ενός φλωρεντινού συμβολαιογράφου και μιας χωριατοπούλας. Ο μικρός Λεονάρντο αποχωρίστηκε τη μητέρα του κι έζησε με τον παππού του και τον θείο του. Όπως αναφέρει η Ευτυχία Καλλιτεράκη «πολύ λίγα γνωρίζουμε για την ερωτική ζωή τού Ντα Βίντσι και τού Σολωμού και ότι σύμφωνα με τις πηγές που υπάρχουν φαίνεται, ότι κανένας από τους δύο δεν γνώρισε ερωτικό χάδι γυναίκας». (Καλλιτεράκη Ευτυχία:
«Διονύσιος Σολωμός, μιά ψυχαναλυτική προσέγγιση», έκδ. Γαβριηλίδης, 2005, σελ. 27).
Στη διάσημη μελέτη τού Φρόυντ για τον Ντα Βίντσι γράφεται μεταξύ άλλων: «Οι μεταθέσεις, που γίνονται από τις ενστικτώδεις δυνάμεις πάνω στις διάφορες μορφές δημιουργίας, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς ψυχικό κόστος. Το παράδειγμα τού Λεονάρντο Ντα Βίντσι μάς δείχνει πόσο πρέπει να μελετήσουμε πάνω σ΄ αυτή τη μεταστροφή». (Sigmund Freud: «Leonardo da Vinci and a memory of his childhood», Vol. XI, The standard edition, 1957).
Επίσης ο Φρόυντ αναφέρει, ότι η καθήλωση ενός άρρενα στη μητέρα διαμορφώνει έναν ορισμένου τύπου ναρκισσισμό, ο οποίος μέσω της λιβιδινικής παθητικότητας οδηγεί τον καλλιτέχνη στην αγωνιώδη αναζήτηση μιας τελειότητας, «μιας τελειότητας, που κάθε φορά αποθαρρυμένος πίστευε, ότι δεν θα μπορούσε να την απεικονίσει», μένοντας έτσι στην «απαραίτητη απόσταση, που κρατάει τον καλλιτέχνη ένθεν τού ιδανικού σχεδίου του». Με βάση αυτή την ερμηνεία τού Φρόυντ, μπορούμε να κατανοήσουμε τούς βαθύτερους λόγους, για τούς οποίους ο Σολωμός δεν μπορούσε να ολοκληρώνει τα ποιήματά του, τα οποία άφηνε ημιτελή.
Η ψυχαναλύτρια Ντολτό υποστηρίζει, ότι όταν το αγόρι δεν ταυτίζεται με τον πατέρα και το φύλο του. η γονιμότητα και η συμβολική διάσταση τής πατρότητας (και τής μητρότητας αντίστοιχα), μη μπορώντας να πραγματωθούν στο επίπεδο τής γεννητικής λειτουργίας, βρίσκουν διέξοδο μέσα από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την τέχνη». (Ντολτό Φρανσουάζ: «Σεμινάριο ψυχανάλυσης παιδιών», τόμ. Α΄, Εστία, Αθήνα, 1989, σελ. 82).
Η μη ύπαρξη ετερόφυλων ερωτικών σχέσεων πυροδότησαν μια τάση μοναξιάς στο Σολωμό, ο οποίος υπήρξε ένα βαθιά μοναχικό άτομο. Αυτό φαίνεται, πέρα από τον τρόπο τής ζωής του, και από τις επιστολές προς φιλικά και συγγενικά του πρόσωπα. Όπως αναφέρει ο Βοwlby, «η μοναξιά είναι μια αντίδραση στην απουσία των σημαντικών άλλων» στη διάρκεια της παιδικής ζωής. (J. Bowlby, «Affectional bonds: Their nature and origin», στο R.S. Weiss (Ed,), Loneliness: The experience of emotional and social isolation (σελ. 38-52). Cambridge, MA:MIT Press).
Ο Δημήτριος Μωραΐτης, ο οποίος υπήρξε εκφραστής των ιδεών τού Άντλερ στην Ελλάδα τού μεσοπολέμου, υποστηρίζει, ότι στο Διονύσιο Σολωμό δημιουργήθηκε το «συναίσθημα τής μειονεκτικότητος», λόγω τού ότι υπήρξε νόθο τέκνο τού κόμη Σολωμού και λόγω πιθανής σωματικής ή ψυχικής σεξουαλικής ανικανότητας.
Λόγω των ανωτέρω, θεωρεί, ότι η ποιητική δημιουργία χρησίμευσε ως μέσο, με το οποίο ο Σολωμός προσπάθησε να αναπληρώσει όλες τις μειονεξίες του. (Μωραΐτης Γ. Δημήτριος: «Ο ποιητής Σολωμός και το έργον του (από ψυχολογικής απόψεως)», Τυπογραφείον Γ.Η. Καλλέργη, Αθήνα, 1932, σελ. 29). (Δρ Γιάννης Παπαδάτος, ψυχίατρος – καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αθηνών: «Ψυχολογικές αντιθέσεις και ποιητική δημιουργία στο Σολωμό», περ. Διαβάζω, Ιούνιος 2007).
Ο Σολωμός, λόγω των άλυτων ενδοψυχικών του συγκρούσεων, των οικογενειακών, κοινωνικών και πολιτιστικών αντιφάσεων, κατέφυγε στη σφαίρα τής φαντασίας και στην εξιδανίκευση τής τέχνης και των γυναικείων μορφών, με τις οποίες δίνεται η εντύπωση, ότι συνταυτίζεται μερικές φορές.
Έγραψε για την Αγνώριστη, την Ξανθούλα, την Ανθούλα κ.λπ.. Ιδιαίτερα η δικαστική διένεξη με τη μητέρα του, που θα εξετάσουμε παρακάτω, τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το γυναικείο είδωλο, που είχε δημιουργήσει στη φαντασία του και ουδέποτε συνήλθε από αυτό το πλήγμα.
Ανεξάρτητα από την προσπάθεια ψυχολογικής ερμηνείας τής μη ετεροφυλόφιλης ερωτικής ζωής τού Σολωμού, υπάρχει μια ακόμη σημαντικότατη παράμετρος, την οποία παραβλέπουν εντελώς οι βιογράφοι του και που είναι μάλιστα κοινή και στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι: Ο Ντα Βίντσι σε ηλικία 15 ετών ήταν μαθητευόμενος στο εργαστήριο ενός ομοφυλόφιλου γλύπτη στη Φλωρεντία, τού δε Σολωμού οι δάσκαλοι ήταν ιερωμένοι, ειδικά δε ο ιταλός καθολικός ιερέας, Ντε Ρόσσι, ήταν αυτός, που όταν ο Διονύσιος ήταν δέκα ετών, όπως είδαμε προηγουμένως, τον συνόδευσε στην Ιταλία…
Για λαδώματα στην Κέρκυρα
Το 1828, ο Σολωμός σε ηλικία 30 ετών, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου η κυβέρνηση πραγματοποιώντας υπόσχεση, που είχε δοθεί με το συνταγματικό χάρτη τού 1817, συνέστησε επιτροπή για τη σύνταξη των νέων κωδίκων. Ύστερα από πολλές συζητήσεις, η επιτροπή παραδέχτηκε το παληό ενετικό κληρονομικό σύστημα.
Κατά παράδοξο τρόπο για τα νόθα τέκνα υποστήριξε, ότι όχι μόνο δικαιούνται το μισό τής περιουσίας τού πατέρα, αλλά και τα τρία τέταρτα τής όλης περιουσίας έναντι των άλλων συγγενών.
Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι η σχετική με το Διονύσιο και δεν έγινε τυχαία, ούτε ο Σολωμός πήγε στην Κέρκυρα για να ξεκουραστεί, όπως υποστηρίζεται από τούς βιογράφους του. Προκειμένου να πετύχει ο Διονύσιος να τύχει νομικής αναγνώρισης ως γνήσιου τέκνου τού Νικολάου Σολωμού είχε προφανώς την υποστήριξη τής στοάς στην Κέρκυρα και ξόδεψε τεράστια ποσά.
Από δύο επιστολές του προς τον πληρεξούσιό του, Γαλβάνη, γνωρίζουμε, ότι ο Διονύσιος σε χρονικό διάστημα δεκαέξι μηνών ξόδεψε 2.400 κολωνάτα, ποσό υπερβολικό και τεράστιο για την εποχή εκείνη. «Από την εποχή εκείνη πάνε δεκάκι μήνες, που βρίσκεσαι στην Κέρκυρα και για το διάστημα αυτό ως σήμερα κατάφερες να χαλάσεις πάνω κάτω 2.400 κολωνάτα περίπου.» («Πολίτης». Τόμ. Γ΄, σελ. 182.)
Μάντζαρος: Κλέπτης και «δημόσιος μοιχός»
Εκείνη την εποχή ο Διονύσιος γνωρίστηκε και με τον Νικόλαο Μάντζαρο, που αργότερα μελοποίησε τον εθνικό ύμνο. Η γνωριμία έγινε μέσω τού Διονύσιου Φλαμπουριάρη, γνωστού τού Διονύσιου Σολωμού και μέλους τής επιτροπής για τη σύνθεση των κωδίκων. Από τον Φλαμπουριάρη γνώρισε ο ποιητής τον Ιάκωβο Μάντζαρο, πατέρα τού Νικόλαου και επίσης μέλος τής επιτροπής.
«Ο γενικός εισαγγελέας, όστις ασκεί μεγάλην και άμεσον επιρροήν ουχί μόνον επί των ηθών, αλλά κι επί τής ζωής, τής ελευθερίας και τής τιμής των πολιτών, είναι κάποιος Μάντζαρος, δικηγόρος το επάγγελμα. Ούτος είχε χρεωκοπήσει δημοσία και είχε παραπεμφθεί σε δίκη, προτού διορισθεί υπάλληλος.
Ουδέποτε εθεωρήθη άνθρωπος με τιμήν, με ηθικήν, με θρησκευτικότητα. Επρόδωσε τούς πελάτας του και ώθησεν εις πορνείαν την σύζυγόν του. Είναι δημόσιος μοιχός. Το αποτρόπαιον τούτο άτομον αντιπροσωπεύει το δημόσιον, κλέπτων δε ετησίαν αμοιβήν υπέρ τας τρείς χιλιάδας κολωνάτα, ζη εν μέσω χλιδής, ενώ κατηγορεί τούς κλέπτας των ιδιωτικών χρημάτων.» (Μαρκήσιος Carlo de Ribas – Pieri, σε έκθεσή του προς τον πάπα, Γ. Ζώρα, έγγραφα, σελ. 81.)
Εκτός όμως, από τη νόμιμη σύζυγό του ο Ιάκωβος Μάντζαρος, διατηρούσε παράνομες σχέσεις με πολλές κερκυραίες. Με μια απ΄ όλες, την Τερεζία Γκιαφέρο, διατηρούσε δεσμό τριάντα χρόνων.
Επειδή τής είχε υποσχεθεί γάμο κι εκείνη τον πίεζε, πήγε ένα βράδυ σε ένα ναό και την παντρεύτηκε κι αυτήν. Η Τερεζία την επόμενη ημέρα διέδωσε το γεγονός κι έτσι σύντομα δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος στην Κέρκυρα.
Όταν ο γενικός εισαγγελέας προέβαινε σε τέτοιου είδους πράξεις αντιλαμβάνεται κανείς σε ποιά κατάσταση είχαν οδηγηθεί τα πράγματα εκείνη την εποχή. Γι΄ αυτό ο Σολωμός βρήκε την ευκαιρία να χρηματίσει πολλούς και διάφορους προς όφελός του με τα τεράστια ποσά, που προαναφέρθηκαν.
Ήταν λοιπόν φυσικό επόμενο, ο Διονύσιος να γνωριστεί με το γιό τού Ιάκωβου Μάντζαρου, το Νικόλαο, με τον οποίο τον πρώτο καιρό συνδέθηκε με μεγάλη φιλία. Είχαν εξ άλλου κι οι δυό τους κάτι κοινό.
Ο Σολωμός επιχειρούσε να εξαλείψει το κοινωνικό στίγμα, ενώ ο άλλος, ο μουσουργός επιχειρούσε να εξαλείψει την ντροπή τού πατέρα του και τής μητέρας του.
Παρά τα 2.400 κολωνάτα, που ξόδεψε ο ποιητής στην Κέρκυρα, δεν κατάφερε τίποτε προς το παρόν, παρά μετά από δέκα χρόνια, όπως θα δούμε παρακάτω. Πέτυχε μεν να συμπεριληφθεί στο νομοσχέδιο η σχετική διάταξη, η οποία ψηφίστηκε κι από τη Βουλή (1832), ο Μέγας Αρμοστής όμως, δεν κύρωνε το νόμο με την υπογραφή του κι η αναβολή αυτή κράτησε εννέα χρόνια.
Το 1831 ο Διονύσιος επιστρέφει στην Κέρκυρα και συμφιλιώνεται με τον αδελφό του. Εκείνη την εποχή αρχίζει και η πολιτική δράση τού Δημητρίου. Το 1839 εκλέγεται βουλευτής και Έπαρχος από το 1845-1850, το 1850 Γερουσιαστής και τελικά Πρόεδρος τής Γερουσίας. Ήδη όμως παρουσιάζονται νέα απειλητικά σύννεφα. Η χρονική περίοδος 1832 – 1838 υπήρξε καθοριστική για τη ζωή τους.
Το 1832 πεθαίνει σε ηλικία 64 ετών ο Ροβέρτος, πρωτότοκος γιός -όπως είδαμε- τού Νικολάου Σολωμού με την νόμιμη γυναίκα του, Μαρνέτα Κάκνη.
Ο θάνατός του δημιούργησε για τούς αδελφούς νομικό πρόβλημα με απρόβλεπτες εκτάσεις. Τότε εμφανίστηκε ο μέγας κίνδυνος. Με το θάνατο τού Ροβέρτου άνοιγε ο δρόμος για τον Ιωάννη Λεονταράκη, ο οποίος ήταν τώρα ο μοναδικός νόμιμος γιός τού Νικολάου Σολωμού εξ αιτίας τού γάμου του μιά μέρα πριν πεθάνει με την Αγγελική Νίκλη.
Ο Ιωάννης απαίτησε να αποκλειστούν οι νόθοι Διονύσιος και Δημήτριος και να πάρει αυτός όλη την περιουσία ως ο μοναδικός νόμιμος κληρονόμος. Η συμφωνία, που είχε γίνει μεταξύ επιτρόπων και Ροβέρτου, όταν συμβιβάστηκαν, ήταν άκυρη, επειδή ήταν αντίθετη με το σχετικό νόμο, που απαγόρευε στα νοθογέννητα κληρονομική μερίδα. Το χρονικό διάστημα 1807-1833 τα δύο αδέλφια νέμονταν την περιουσία κατά παραχώρηση τού Ροβέρτου, όχι όμως, ότι είχαν δικαίωμα κυριότητας επ΄ αυτής. Ο δε άγγλος Αρμοστής συνέχιζε να κρατάει δέσμιους τούς δύο αδελφούς με την μη υπογραφή τού νομοσχεδίου με τούς νέους κώδικες.
Η μεγάλη δίκη με τις ροζ αποχρώσεις
Η ίδια η Αγγελική Νίκλη, κατέθεσε στη μεγάλη δίκη, που έγινε τότε, ότι ο Ιωάννης «συνελήφθη» από το Νικόλαο και γεννήθηκε το Σεπτέμβριο. Αν βιάστηκε να κάνει το γάμο με τον Λεονταράκη και μάλιστα κρυφά, άν δέχτηκε να γίνει η βάπτιση τού παιδιού με το όνομα τού νέου της συζύγου, αν απέκρυψε την ημερομηνία γέννησής του (τον δήλωσε, ότι γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1807), όπως τής συνέστησαν οι επίτροποι, όλα ήταν προσποιητά, προκειμένου να σώσει τα δύο άλλα παιδιά της.
Επίσης, κατέθεσε μαζί με το σύζυγό της, ότι είχαν πρόθεση να αναθρέψουν τον Ιωάννη και αργότερα (με την προσδοκία προφανώς τής γαλλικής νομοθεσίας, που δεν ήρθε ποτέ), από κοινού με το Διονύσιο και το Δημήτριο, να αναγνωριστούν αδέλφια και να μοιραστούν την περιουσία.
Όπως είχε εκείνη τη στιγμή η νομοθεσία, ο κίνδυνος να μείνουν στο δρόμο οι νόθοι και να πάρει ολόκληρη την περιουσία ο Λεονταράκης ήταν πολύ μεγάλος. Σκοπός τους επομένως, ήταν τώρα ο Ιωάννης Λεονταράκης, τον οποίο έπρεπε πάσει θυσία να βγάλουν από τη μέση. Άρχισαν να διαδίδουν φήμες, πως ο Ιωάννης έκλεψε ρούχα φίλου του, ότι το πτυχίο του ήταν πλαστό κ.λπ..
Όταν τα έμαθε αυτά ο Ιωάννης, χολώθηκε και περνώντας από την Κέρκυρα θέλησε να ζητήσει διευκρινήσεις από το Διονύσιο. Εκείνος όμως, όταν τον καλησπέρισε ο Ιωάννης, προσπέρασε με αδιαφορία και περιφρόνηση, χωρίς να συζητήσει μαζί του. Ο Ιωάννης αποφάσισε να εκδικηθεί και πρόσθεσε δίπλα στο επώνυμό του και την επωνυμία «Σολωμός», με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως Ιωάννης Λεονταράκης – Σολωμός.
Αυτό ήταν η αφορμή για την έναρξη τής μεγάλης δίκης, αλλά και για τη συμπεριφορά τού Διονύσιου προς τη μητέρα του, που από τότε υπήρξε απότομη, αχαρακτήριστη και φοβερά σκληρή. Όταν ο αδελφός του τού έγραψε στα 1853, πως η μητέρα τους δυστυχούσε και πεινούσε, ο Σολωμός απάντησε μ΄ ένα φοβερό γράμμα, που ξαφνιάζει: «Δεν τής δίνω λεφτά! Ερώτησα τη συνείδηση μου, επάλεψα μέσα μου, αλλά δεν μπόρεσα να την συγχωρέσω τη μάνα αυτή… Δεν δίνω λοιπόν λεφτό!» (Κ. Καιροφύλλα: «Ο άγνωστος Σολωμός», σελ. 35).
Εναντίον τής μητέρας του στράφηκε δικαστικά και κυριολεκτικά την πέταξε έξω από το σπίτι, που μέχρι τότε έμενε, διότι ήταν «σολωμαίικο». Μετά το θάνατο και τού δεύτερου συζύγου της η Αγγελική Νίκλη έμεινε με μια εγγονή της ζώντας με την οικονομική βοήθεια -όχι τού Διονυσίου, αλλά- τού Δημητρίου έως το θάνατό της, σε ηλικία 75 ετών).
Ο Ιωάννης ήταν νομικός και γνώριζε, ότι ίσχυε η ενετική νομοθεσία μέχρι να ψηφιστούν οι νέοι κώδικες κι ότι η λύση θα δινόταν στο δικαστήριο. Ως μοιχογενή τέκνα ο Διονύσιος κι ο Δημήτριος δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην περιουσία. Μόνος κληρονόμος παρέμενε αυτός, που με τον επιγενόμενο γάμο τού Νικολάου και τής Αγγελικής αποκτούσε τα δικαιώματα τού γνήσιου κληρονόμου.
Ο κίνδυνος, που διέτρεχαν τα δυο αδέλφια ήταν μεγάλος. Εκεί, που περίμεναν τη νομική επίλυση τού προβλήματος, η άρνηση τού Αρμοστή για την υπογραφή τού νομοσχεδίου δημιούργησε φοβερές καταστάσεις. Όλη αυτή την αγωνία εκφράζει ο Διονύσιος στα ποιήματα τής περιόδου 1833, ειδικότερα στην «Τρίχα».
Πρώτη μέριμνα τού Ιωάννη στο δικαστήριο ήταν να αποδείξει, ότι ήταν νόμιμος γιος τού Νικόλαου, πράγμα, που διαβεβαίωσε και η μητέρα του Αγγελική.
Ακολούθως, να ακυρώσει τις διαθήκες τού πατέρα του, διότι ήταν αντίθετες προς το ισχύον ενετικό δίκαιο, που όριζε, ότι τα νόθα τέκαν δεν είχαν κανένα κληρονομικό δικαίωμα. Το τρίτο που ζητούσε ήταν να θεωρηθούν νόμιμα τέκνα τού Νικολάου μόνον αυτός και ο Ροβέρτος, που είχε ήδη πεθάνει, οπότε θα καθίστατο αυτός ο μοναδικός κληρονόμος τής περιουσίας.
Άν το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα τού Λεονταράκη και αναγνώριζε τούς άλλους δυο γιους ως νόθους, οι δυο αδελφοί θα έχαναν τα πάντα.
Έτσι παρατηρούμε τούς δυο αδελφούς, Δημήτριο και Διονύσιο, από το ένα μέρος και τον άλλο αδελφό, τον Ιωάννη, από το 1833 και μέχρι να τελειώσει η διαδικασία και να εκδοθεί η οριστική απόφαση το 1838, να κάνουν κάθε προσπάθεια να πλησιάσουν άγγλους αξιωματούχους, να επηρεάσουν δικαστές, να δωροδοκούν και να διεξάγεται ένας μυστικός και βρώμικος αγώνας, για τον οποίο δεν θα πρέπει να είναι υπερήφανος ο εθνικός ποιητής. «Όμορφος κόσμος, ηθικός κι αγγελικά πλασμένος»… (Διονυσίου Σολωμού: «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ, επίγραμμα».)
Η από ακροατηρίου συζήτηση συγκλόνισε ολόκληρη την κοινωνία τής Ζακύνθου. Η δίκη, ομολογούσε ο ίδιος ο δικηγόρος των Σολωμών «εξήγειρεν ορμήν και αποτροπιασμόν γενικόν λόγω τής αισχρότητος κι ασεμνότητος των καταθέσεων». Το θέμα τής απόδειξης και για τις δύο τις αντιμαχόμενες πλευρές ήταν πολύ λεπτό.
Οι αδελφοί Σολωμοί έπρεπε να αποδείξουν, ότι η μάνα τους είχε παράλληλες σχέσεις κι η μητέρα τον άνδρα ικανό, ενώ ήταν παράλυτος. Οι Σολωμοί έπεισαν τελικά το δικαστήριο, ότι ο Ιωάννης δεν μπορεί να ήταν γιος τού Νικόλαου, καθ΄ ότι αυτός ήταν ήδη 70 ετών παράλυτος και η μάνα τους είχε ήδη σχέσεις με τον Εμμανουήλ, που έμενε στο ισόγειο. Το όλο θέμα έληξε αίσια για τούς δύο αδελφούς. Κέρδισαν τη δίκη και το 1841 ο Αρμοστής υπέγραψε τελικά τούς νέους κώδικες.
Μέθυσος
Ο Διονύσιος εκείνη την εποχή είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Το ποτό τού είχε γίνει το μεγάλο πάθος. Ήταν αλκοολικός. «Ο αλκοολισμός προ παντός, ίσως και άλλαι παθολογικαί αλλοιώσεις, επέφερον την συγκέντρωσιν τού πάθους εις τον εγκέφαλον. Τον είχε καταλάβει μια ψυχική δειλία και για να την αποδιώκει κατέφευγεν εις το ποτόν.» (Μαρίνος Σιγούρος, «Πολίτης», τόμ. Α΄, σελ. 29.)
Λάδωνε και τούς κριτικούς
Τι έλεγε ο ίδιος ο Σολωμός για τα έργα του: «Δεν είμαι τόσο παλαβός να μην το βλέπω, πως αν δεν είχα μια πεντάρα, οι πιο συνετοί κριτές στα Επτάνησα θα έβρισκαν τούς στίχους μου και τα πεζά μου όμοια με τού Ροΐδη. Κι επειδή έχω μια πεντάρα είναι πρόθυμοι να τα βρουν μάλλον καλά, ακόμα κι άν ήταν χειρότερα από το Ροΐδη.»
(«Πολίτης», τόμ. Γ΄, σελ. 275-276). (Δεν αναφέρεται στο γνωστό συγγραφέα τής «Πάπισσας Ιωάννας», Εμμανουήλ Ροϊδη, ο οποίος γεννήθηκε πολύ αργότερα. το 1836 στη Σύρο, αλλά σε ένα γνωστό του ζακυνθινό γιατρό – κακότεχνο ποιητή, τον οποίο σατυρίζει μάλιστα στα ποιήματά του «Το Ιατροσυμβούλιο», «Η Πρωτοχρονιά» και «Οι Κρεμάλες»).
Από τα λίγα ποιήματα, που είχε δημοσιεύσει κι από τις κριτικές, που είχε «φροντίσει» να τύχουν, είχε γίνει γνωστός ως ποιητής ο Σολωμός. Η άποψη των συγχρόνων του στηριζόταν επομένως σε αυτά τα λίγα έργα και χάρη σ΄ αυτά είχε αποκτήσει τη φήμη, που τον συνόδευσε μέχρι τον θάνατό του. Όταν ο φίλος του, Ιάκωβος Πολυλάς, συνέλεξε μετά το θάνατο τού Διονυσίου, τα σκόρπια ποιήματα και τα εξέδωσε ως ενιαίο έργο, μεγάλη απογοήτευση κυρίευσε το ευρύ κοινό, όπως θα δούμε πιό κάτω.
Το τέλος
Όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν φανερή η ψυχική διαταραχή, που τον βασάνιζε. Διακατεχόταν από έντονες φοβίες, που τού δημιουργούσαν νευρικές κρίσεις. Έπινε. Έγραφε συνεχώς στον αδελφό του, στη Ζάκυνθο, ζητώντας να τού στείλει κρασί, το περίφημο «Βερντέα».
Το τέλος τής δίκης τον βρήκε κουρασμένο. Σ΄ αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τις αυπνίες του, τη δύσπνοια, τούς εφιάλτες του, που οδήγησαν μαζί με τα ψυχολογικά προβλήματα το Διονύσιο να γίνει ερείπιο. Ο Πολυλάς το ομολογεί: «Περιορίσθηκε κι απομονώθηκε περισσότερο από την κοινωνία. Από τότε πήραν ορμή όλα τ΄ άρρωστα μέσα του στοιχεία.» (Παλαμάς, σελ. λ΄-λα΄.)
Η καθημερινή χρήση τού ποτού τον έκανε να πίνει και τα πιο ισχυρά οινοπνευματώδη. «Ούτος ο Διονύσιος Σολωμός, ως ηξεύρεις, προ πολλού έκαμε μεγάλη κατάχρησιν πνευματωδών ποτών» έγραφε σε επιστολή του ο ζακυνθινός ιστορικός Ερμάννος Λούντζης στο γιό του. Το 1851 έπαθε την πρώτη εγκεφαλική συμφόρηση. Τότε έγινε ακόμη περισσότερο ευερέθιστος.
Διέκοψε τις σχέσεις του με τούς φίλους του, ακόμη και με τον Πολυλά, χωρίς να υπάρχει λόγος. Η ζωή του ήταν ψυχικά ανώμαλη. Το 1854 προσβλήθηκε από νέα συμφόρηση και τελικά το 1857 πέθανε μόνος σε ηλικία 59 ετών.
Απογοήτευση για το έργο του
«Ο ποιητής δεν τέλειωνε τα έργα του. Πάντα τα έγραφε και ποτές του δεν τα έγραψε», κατά την εύστοχη διατύπωση τού Βάρναλη. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ποιητική δημιουργία, χωρίς να θεωρήσει τελειωμένο και δημοσιεύσιμο κανένα έργο του.
Το ημιτελές έργο του, όταν πρωτοεκδόθηκε, εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε αμηχανία· οι εφημερίδες, που επαινούσαν «τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή», μετά το θάνατό του δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια τού Βαλαωρίτη: Το 1857, μετά τον θάνατο τού Σολωμού, έγραφε στον Κωνσταντίνο Ασώπιο, ότι «εψεύσθησαν αι ελπίδες τού έθνους» και το 1877 έγραφε στον Ροΐδη, ότι ο Σολωμός άφησε πίσω του «έναν μόνο ύμνον και ολίγας ασυναρτήτους στροφάς». (Πολίτης 1958, 209.) Αρνητικές κρίσεις για τα ποιήματα τού Σολωμού διατύπωσε και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή λέξις “τραγουδώ”;», το 1859.
Η γλώσσα και η ποίηση τού Σολωμού όχι μόνο δεν ήταν ηρωικές, μα και πολύ κάτω από το μέτριο. Δεν γνώριζε τα ελληνικά κι έγραφε ανορθόγραφα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σήμερα, που επιχειρείται η ψηφιοποίηση τού έργου του, να μην προσφέρεται το έργο του για ψηφιακή επεξεργασία, όπως ομολογείται στην πρόσφατη έκδοσή τού βίου και τού έργου τού Σολωμού από τη Βουλή. (Ερατοσθένη Καψωμένου: «Διονύσιος Σολωμός (1798-1857). Ο βίος, το έργο, η ποιητική του», έκδ. Ίδρυμα τής Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2005, σελ. 40).
Διαδίκτυο, κάνε τη δουλειά σου.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο Σαλαμών και ο Μέγας Προδότης Κάλβος, αλλά και Κ. Παλαμάρης «Εθνικός νεκροθάφτης» στην εποχή του, δεν έχουν σχέση με το Έθνος άλλα ούτε και ελάχιστη ηθική
Παπαλουκάς Χαρ.
Συγγραφέας ερευνητής
2267051074