1-2 Απριλίου 1824: Η δίκη του Καραϊσκάκη στην κεντρική πλατεία του Αιτωλικού.
Στην κεντρική πλατεία στο Αιτωλικό, στον πλαϊνό τοίχο της εκκλησίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγίας που λέμε οι ντόπιοι, βρίσκεται μια μικρή μαρμάρινη πινακίδα που μας ενημερώνει ότι στο σημείο αυτό έγινε η δίκη του Καραϊσκάκη, σαν σήμερα 1 Απριλίου.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα). Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος κατηγορεί τον Γ. Καραϊσκάκη για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824).
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά την διάρκεια τού φθινοπώρου τού 1823, υπέφερε από το χτικιό και είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Προκειμένου να αποθεραπευθεί πλήρως, εγκατέλειψε το μοναστήρι του Προυσσού και πήγε στην Κεφαλλονιά όπου διέμεινε μερικούς μήνες.
Στα Επτάνησα εκείνη την περίοδο είχαν συρρεύσει χιλιάδες πρόσφυγες από την Δυτική Στερεά, κυρίως γυναικόπαιδα, πού ζούσαν στα όρια τής ανέχειας. Ο “Γιός τής Καλόγριας” είχε αφήσει στη θέση του τον Αντώνη Ζαραλή για να συντηρεί τα στρατιωτικά του τμήματα μέχρι να επανέλθει ο ίδιος στην ενεργό δράση.
Ο Ζαραλής βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον στρατιωτικό αντίπαλο και άσπονδο εχθρό τού Καραϊσκάκη, Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος διεκδικούσε και τελικώς κατάφερε να λάβει υπό την εξουσία του το αρματολίκι τού ανήμπορου να αντιδράσει Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από το Αργοστόλι για την Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει την οικογένειά του. Στο πλοίο είχε συνταξιδιώτη του τον Άγγλο γιατρό Julius Millingen (Μίλλινγκεν), ο οποίος ταξίδευε για το Μεσολόγγι και στον οποίο εκμυστηρεύτηκε το μίσος του για τον Ράγκο και όσους καπετάνιους κατέτρεχαν τούς δικούς του ανθρώπους.
Τού είπε ακόμα ότι οι εν λόγω αρματολοί, ενίοτε γίνονταν φίλοι μέ τούς Τουρκαλβανούς, δηλαδή με τούς εχθρούς τής πατρίδος του, και όταν οι τελευταίοι πραγματοποιούσαν εισβολή, οι οπλαρχηγοί αυτοί άφηναν τα περάσματα αφύλακτα.
Ο Καραϊσκάκης δεν έκρυψε και την περιφρόνησή του πρός την κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου πού στήριζε όλους αυτούς τούς καπετάνιους, στην προσπάθειά του να επιβληθεί σαν πολιτικός αρχηγός στην Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης, μόλις συνήλθε από την αρρώστεια του, εγκατέλειψε την Ιθάκη και πήγε στο Μεσολόγγι όπου ζήτησε από τόν Μαυροκορδάτο νά διορισθεί αρχηγός τών ελληνικών όπλων τής επαρχίας τών Αγράφων, ενώ τού κατήγγειλε καί τή δολοφονία στρατιωτών του από τούς αντίπαλους οπλαρχηγούς πού είχαν καταπατήσει τό βιλαέτι του.
Ο Μαυροκορδάτος, πού ευνοούσε τόν Ράγκο, όχι μόνο δέν δέχθηκε, αλλά κρυφά καί υποχθόνια οργάνωσε σχέδιο γιά νά μπορέσει νά απαλλαγεί από τόν ενοχλητικό καί απρόβλεπτο Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, όπως είχε απαλλαγεί καί από τόν Βαρνακιώτη.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετωπίστηκε από τόν Μαυροκορδάτο υποτιμητικά καί έτσι πικραμένος αναχώρησε γιά τό Αιτωλικό, όπου συνάντησε τόν Κίτσο Τζαβέλα, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος μέ τόν Φαναριώτη πολιτικό.
Ενώ ο Κωνσταντίνος Μεταξάς είχε προσπαθήσει νά συμφιλιώσει τούς οπλαρχηγούς μεταξύ τους, ο Μαυροκορδάτος πού τόν αντικατέστησε, έκανε τό πάν γιά νά τούς διασπείρει τό φθόνο καί τή διχόνοια.
Οι ραδιουργίες του είχαν προκαλέσει τό μίσος ανάμεσα στούς σημαντικότερους οπλαρχηγούς τής Δυτικής Στερεάς.
Σέ μία περίπτωση, ο οξύθυμος Καραϊσκάκης, σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη, εξύβρισε άσχημα τόν Νότη Μπότσαρη καί τόν Νικολό Στουρνάρη, όταν τόν συνάντησαν στό Αιτωλικό, επειδή δέχονταν εντολές από “τό τσογλάνι τού Ρεΐζ εφέντη, τόν τεσσαρομάτη Μαυροκορδάτο”.
Εκείνη τήν περίοδο έγιναν ταυτόχρονα στή Ρούμελη δύο πολεμικά γεγονότα.
Ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε από τά Ιωάννινα στήν Άρτα μέ 3000 άνδρες, ενώ 300 Τούρκοι ιππείς επιχείρησαν νά επιτεθούν από τή Ναύπακτο στό Μεσολόγγι.
Οι Έλληνες όμως πού φύλαγαν τήν Κακιά Σκάλα στήν Κλόκοβα (Παληοβούνα), τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν.
Η αφορμή δόθηκε στόν Μαυροκορδάτο γιά νά στήσει τό κατηγορητήριο κατά τού Καραϊσκάκη, ο οποίος γινόταν όλο καί περισσότερο ενοχλητικός, αφού πρίν από μερικές ημέρες, ο ορεσίβιος αρματολός είχε περάσει στό Μεσολόγγι μέ μερικούς άνδρες του, είχε καταλάβει τή νησίδα Βασιλάδι καί είχε συλλάβει τρείς Μεσολογγίτες προκρίτους.
Αιτία τής συμπεριφοράς του αυτής ήταν ο άγριος ξυλοδαρμός τού ανηψιού του Ψαρογιαννόπουλου από Μεσολογγίτες κατοίκους.
Ο Μαυροκορδάτος αντέδρασε ταχύτατα. Κάλεσε τούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη, Νικόλαο Στουρνάρη, Γεώργιο Τσόγκα καί Δημήτριο Μακρή, οι οποίοι μέ 1500 άνδρες έδιωξαν τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη από τό Μεσολόγγι.
Μέ αυτή τήν πολυάριθμη δύναμη παρά τώ πλευρώ του, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε τόν Καραϊσκάκη κατηγορώντας τόν γιά εσχάτη προδοσία.
Ο “εκλαμπρότατος πρίγκηψ” στήριξε τό κατηγορητήριο στήν κατάθεση τού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καραϊσκάκης τόν έστειλε στά Ιωάννινα γιά νά ειδοποιήσει τόν Ομέρ Βρυώνη νά σπεύσει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό. Σημειώνουμε ότι ο Βουλπιώτης ήταν άνθρωπος τού Ράγκου.
Η δίκη
Η δίκη παρωδία τού Καραϊσκάκη έγινε στήν εκκλησία τής Παναγίας στό Αιτωλικό, τήν 1η Απριλίου 1824 καί κύριο στοιχείο τής κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Ομέρ Βρυώνη, προκειμένου νά τόν διευκολύνει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό! Σέ αντάλλαγμα ο Έλληνας οπλαρχηγός θά ελάμβανε τό αρματολίκι τών Αγράφων.
Η αλληλογραφία μεταξύ τού Ομέρ Βρυώνη καί τών Ελλήνων καπεταναίων ήταν ένα συχνό γιά τήν εποχή φαινόμενο, καθώς οι Έλληνες ήλπιζαν σέ πιθανή συνεργασία μέ τόν Αλβανό πασά, ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες καί βρισκόταν σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο.
Ένα ελληνοαλβανικό κράτος πού θά προέκυπτε μέ τήν αποτίναξη τής οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα σχέδιο πού τό συζητούσαν οι Έλληνες από τήν εποχή τού Αλή πασά.
Ο Μαυροκορδάτος όμως ήθελε από ότι φαίνεται νεκρό τόν Καραϊσκάκη καί μάλιστα πηγές τής εποχής τόν φέρνουν νά έχει πεί:
“Μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος.
Η φθίσις του έφθασεν ως τόν τρίτον βαθμόν. Ίσως ο Θεός μάς απαλλάξει από αυτόν.”
Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι’ αυτόν ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ’ όλους τούς Φαναριώτες, πού ήρθανε στήν Ελλάδα.
Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά “τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε”.
Στίς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε τό στρατοδικείο. Ο Μαυροκορδάτος όρισε σάν δημόσιο κατήγορο τόν επίσκοπο Άρτης Πορφύριο, ενώ ανάμεσα στούς δικαστές ήταν οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης, Γεώργιος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτριος Μακρής, Γιαννάκης Γιολδάσης, Γρηγόριος Λιακατάς, Αναγνώστης Καραγιάννης, Γιαννάκης Σουλτάνης, Τάτσης Μαγγίνας, Πάνος Γαλάνης καί Στάθης Κατσαρός.
Το κατηγορητήριο δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα “Ελληνικά Χρονικά”, η οποία ήταν όργανο τού Μαυροκορδάτου.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετώπισε ειρωνικά καί μέ αστειολογία τίς κατηγορίες τού δικαστηρίου.
– “Βρέ ηξεύρομεν Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια, μά διατί τά λέγης έτσι;”
– “Τό έχω χούι (συνήθεια) κύριε Πάνο.”
– “Μά γιατί νά τό έχης αυτό τό χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;”
-“Άμ δέν ημπορώ νά τό κόψω τώρα, κύρ Πάνο. Καί σύ, κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μά τό χούι δέν τ’ αφήνεις νά γαμής.”
Η συμπεριφορά τού υπόδικου χαλάρωσε τήν ένταση καί έφερε πολλούς δικαστές μέ τό μέρος του. Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε ως ψευδομάρτυρας.
Ο Κίτσος Τζαβέλας, σηκώθηκε οργισμένος καί φώναξε:
– “Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε νά βάψωμεν τά χέρια μας εις τό αίμα τού αθώου Καραϊσκάκη μέ τίς ψευδείς εξομολογήσεις τού ψευτοβουλπιώτη. Εγώ δέν είμαι σύμφωνος, καί άν εσείς αποφασίσετε τόν θάνατόν του, τό αθώον αίμα του νά πέση εις τά κεφαλάς τών πρωταιτίων καί εις τά τέκνα των.”
Τελικώς η απόφαση ήταν καταδικαστική γιά τόν Καραϊσκάκη, κηρύσσοντάς τον επίβουλο κατά τής πατρίδος καί ένοχο προδοσίας, αλλά λόγω τής παρουσίας πολλών αρματωμένων οπαδών του έξω από τό δικαστήριο, η ποινή δέν ήταν η θανατική όπως ήλπιζε ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτος, αλλά εξορία από τίς πόλεις τής Αιτωλοακαρνανίας, αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών του αξιωμάτων καί υποχρεωτική παραμονή του στά βουνά τών Αγράφων.
Ο ήρωας διατάχθηκε νά αποχωρήσει αμέσως από τό Αιτωλικό, αφού ήδη πλησίαζε καί ο στρατηγός Ανδρέας Ίσκος από τό Βάλτο, ο οποίος υποστήριζε ανοικτά τόν Καραϊσκάκη.
Δίνουν διορία στον ήρωα να εγκαταλείψει το Αιτωλικό μέσα σε 48 ώρες, παρόλο που τους ζήτησε 5-6 μέρες να ετοιμαστεί γιατί ήταν άρρωστος.
Στίς 3 Απριλίου 1824, ο Καραϊσκάκης μέ 80 στρατιώτες του αναχώρησε από τό Αιτωλικό πάνω σέ φορείο πού τό μετέφεραν τέσσερα παλληκάρια του, διότι υπέφερε από τήν φυματίωση καί δέν μπορούσε νά βαδίσει. Περνώντας από τό διευθυντήριο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι στρατηγοί μέ τόν “τεσσαρομάτη” τούς είπε:
– “Αδελφοί καπεταναίοι. Άν μέ καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός νά μού τό στείλει τό βόλι εις τό κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω. Kαί άν αδίκως, νά σάς τό πέμψη εις τό ιδικό σας κεφάλι. Εσύ, ορέ Μαυροκορδάτε, τήν προδοσία μου μέ τήν έγραψες εις τό χαρτί καί εγώ γλήγορα ελπίζω νά σού τήν γράψω εις τό μέτωπο σου, διά νά φαvή ποιός είσαι.”
Το εκπληκτικό με τον Καραϊσκάκη που έφυγε κυνηγημένος μόνο με 80 άντρες, είναι ότι παρόλο που τον κυνηγούσαν και Έλληνες και Τούρκοι, από όπου περνούσε χωρικοί έτρεχαν να μπουν στο στρατιωτικό του σώμα και έτσι έφτασε να διαθέτει 1500 ένοπλους όταν συναντήθηκε με άλλους οπλαρχηγούς στο Καρπενήσι που τον δέχτηκαν σαν συμπολεμιστή τους, μετά από 2 μήνες πορεία κυνηγητό και πορεία με το ξυλοκρέβατο στα άγραφα.
Αυτό που ήλπιζε ο Μαυροκορδάτος, να δει τον Καραϊσκάκη να ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους, όπως είχε αναγκάσει να κάνει έναν άλλο ήρωα μας τον Βαρνακιώτη, δεν το κατάφερε και έτσι ο Καραϊσκάκης συνέχισε τα κατορθώματα του που έσωσαν την Ρούμελη και την Επανάσταση.
Διαδίκτυο, κάνε τη δουλειά σου.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: