Οι ανεμογεννήτριες στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν σταμάτησαν να λειτουργούν το πρωί της 22ας Ιανουαρίου
Το πρωί της 22ας Ιανουαρίου, οι ανεμογεννήτριες στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν σταμάτησαν να παράγουν ενέργεια, λόγω των ιδιαίτερα ήπιων καιρικών συνθηκών και της παντελούς έλλειψης ανέμου που επικράτησε στη χώρα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστεί το Ηνωμένο Βασίλειο να στραφεί σε εναλλακτικές, αλλά πιο ακριβές, λύσεις για την κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών, όπως η καύση φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η αιολική ενέργεια, που συνήθως παράγει περίπου 10 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας ημερησίως, είδε την παραγωγή της να μειώνεται δραματικά στα μόλις 0,22 γιγαβάτ εκείνη την ημέρα. Η ξαφνική αυτή πτώση στην παραγωγή αιολικής ενέργειας είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες έφτασαν τις 600 λίρες ανά μεγαβατώρα.
Η τελευταία φορά που καταγράφηκε τόσο χαμηλή παραγωγή αιολικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το 2015.
Το Bloomberg επισημαίνει ότι η αιολική ενέργεια αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής του Ηνωμένου Βασιλείου για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα έως το 2030. Ωστόσο, όταν δεν φυσάει άνεμος, η χώρα αναγκάζεται να στραφεί σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο, είτε μέσω εγχώριας παραγωγής είτε μέσω εισαγωγών, γεγονός που αυξάνει σημαντικά το κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές.
Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετώπισε και η Γερμανία, όπου η έλλειψη ανέμων αύξησε τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, εντείνοντας τις ανησυχίες για την εξάρτηση από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η προσοχή όλων στρέφεται τώρα στην καταιγίδα Eowyn, η οποία φαίνεται να ενισχύεται, με ανέμους που αναμένεται να φτάσουν τα 129 χιλιόμετρα την ώρα. Η καταιγίδα αυτή ενδέχεται να αναζωογονήσει την παραγωγή αιολικής ενέργειας και να βοηθήσει στην μείωση των τιμών ενέργειας, αν και οι διεθνείς αναλυτές παραμένουν ανήσυχοι για την ενεργειακή ασφάλεια σε περιόδους ανεμοδαρμένων συνθηκών.
Παράλληλα, η Ρωσία, η οποία διαθέτει αδιάλειπτους ενεργειακούς πόρους, συνεχώς υπενθυμίζει τη σημασία της στη διεθνή ενεργειακή αγορά. Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αναφέρθηκε πρόσφατα στο Επιχειρηματικό Φόρουμ των BRICS, επισημαίνοντας ότι η κατανάλωση ενέργειας στη Ρωσία αναμένεται να αυξάνεται κατά 2% ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ η χώρα συνεχίζει να διαθέτει πλεόνασμα ενεργειακών πόρων που μπορεί να τροφοδοτήσει τις αγορές σε όλο τον κόσμο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το ζήτημα της εξάρτησης από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ειδικότερα από την αιολική ενέργεια έχει αναδειχθεί και στην αμερικανική πολιτική σκηνή, με τον πρώην Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να ασκεί κριτική για τις ανεμογεννήτριες και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία.
Ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της θητείας του, είχε υποστηρίξει την εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και είχε υποσχεθεί την κατάργηση γραφειοκρατικών ρυθμίσεων που αφορούσαν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική ενέργεια.
Ειδικότερα, είχε ανακοινώσει ότι σκοπεύει να περιορίσει ή να σταματήσει τις νέες υπεράκτιες επενδύσεις σε αιολική ενέργεια, επικαλούμενος το υψηλό κόστος της βιομηχανίας, τους κινδύνους για την προστασία της θαλάσσιας ζωής και τα προβλήματα από τη διάθεση των απορριμμάτων των παλαιών ανεμογεννητριών.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει την πρόθεσή του να περιορίσει τις νέες δημοπρασίες για τις υπεράκτιες αιολικές εγκαταστάσεις, δίνοντας εντολή στο Υπουργείο Εσωτερικών να αναστείλει ή να περιορίσει τις νέες συμφωνίες μισθώσεων για την κατασκευή υπεράκτιων αιολικών πάρκων σε ομοσπονδιακά ύδατα.
Παρά την πολιτική αυτή στροφή, η αιολική βιομηχανία στις ΗΠΑ συνεχίζει να προχωρά σε υλοποίηση των υφιστάμενων έργων, αν και τα προβλήματα σχετικά με το κόστος και την εφοδιαστική αλυσίδα παραμένουν σημαντικά.
Διαδίκτυο, κάνε τη δουλειά σου.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: