
Ανίερη η παρέμβαση της κυβέρνησης στην Δικαιοσύνη για την χειραγώγηση του εγκλήματος των Τεμπών
ΤΟΥ Αναστασιου Κανελοπουλου
Αναμφισβήτως, το έγκλημα των Τεμπών συνετάραξε την Κοινή Γνώμη. Και, ευλόγως, προκάλεσε βαθεία θλίψη και ειλικρινή συγκίνηση.
Η επιχείρηση, όμως, συγκαλύψεως από την κυβέρνηση όλων των πτυχών του εγκλήματος, προκάλεσε καθολική αγανάκτηση και οργή, αλλά και εύλογη ανησυχία, ως προς το αδιάβλητον και αμερόληπτον χειρισμόν της υποθέσεως από τη Δικαστική εξουσία.
Η οργή-κατακραυγή του Λαού εναντίον της κυβερνήσεως, είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Διότι, την ώρα που στον τόπο της τραγωδίας, η οσμή από τα καπνίζοντα αποκαΐδια και τις καμμένες σάρκες των νεαρών παιδιών και των λοιπών θυμάτων, εκάλυπτε την πέριξ περιοχή, επεχειρήθη διά λόγων και έργων, ανίερη και ανεπίτρεπτη κυβερνητική επέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία απέβλεπε στην χειραγώγηση της δικαστικής πορείας της υποθέσεως, κατά την επιθυμία και θέληση του κυρίου Μητσοτάκη.
Προς κατευθύνσεις, δηλαδή, οι οποίες θα παρέκαμπτον ανομολόγητες Κυβερνητικές ευθύνες.
Ζούμε σε μία εποχή, που οι κοινωνίες απαιτούν διαφάνεια παντού. Απαιτούν αμείλικτο έλεγχο του Δημοσίου Βίου.
Δεν θέλουν μεγάλα λόγια. Θέλουν αμερόληπτη, τίμια Δικαιοσύνη, η οποία άνευ δισταγμού, θα απορρίπτει τα Κυβερνητικά κελεύσματα και δεν θα λειτουργεί υπό την καταθλιπτική πίεση των Μέσων Ενημερώσεως.
Θέλουν Ελεύθερο και Ανεξάρτητο Τύπο, που να στρέφει τους προβολείς του προς όλες τις κατευθύνσεις και να ρίχνει φως παντού.
Και θέλουν, επίσης, η ισονομία την οποία καθιερώνει το Σύνταγμα, να εφαρμόζεται από την Βουλή και από την Δικαιοσύνη.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Άρειος Πάγος) μονίμως διακηρύσσει ότι: Τα Δημόσια Πρόσωπα, είτε βρίσκονται στην Κυβέρνηση, είτε στην Αντιπολίτευση, υπόκεινται εις δημοσίαν κριτικήν, η οποία ενίοτε δύναται να είναι οξεία, και διά τις πράξεις τους και διά τις παραλείψεις τους και διά τις ιδέες τους και διά τον εν γένει δημόσιον βίον τους, αρκεί η κριτική να μην εκτρέπεται εις κοινές ύβρεις και εις χλευασμόν του κύρους του αξιώματός τους.
Και, επειδή, ο ιδιωτικός βίος των δημοσίων προσώπων έχει πολιτικές προεκτάσεις, ορθώς υποστηρίζεται, ότι και αυτός υπόκειται εις δημόσιον έλεγχον.
Τούτο, διά χώρες οι οποίες έχουν ανεπτυγμένα πολιτικά ήθη θεωρείται αυτονόητο.
Εμπνεόμενοι από αυτές τις αρχές, θεωρούμεν καθήκον να περιγράψουμε συνοπτικώς, τις άμεσες και έμμεσες πρωθυπουργικές επεμβάσεις στην λειτουργία της Δικαιοσύνης, καθώς και τις ανήκουστες παραλείψεις των εντεταλμένων διά την εφαρμογήν των Νόμων Προανακριτικών αρχών, επικαλούμενοι διά την απόδειξη αυτών μόνον τα γεγονότα, τα οποία είναι γνωστά σε όλους που ζουν στην Ελλάδα.
Και τα γεγονότα αυτά είναι τα εξής:
α) Είναι, πρώτον, το διάγγελμα του πρωθυπουργού, ο οποίος λίγες ώρες μετά την τραγωδία, οικειοποιηθείς την Δικαστική εξουσία, απεφάνθη ότι η σύγκρουση των δύο τρένων ωφείλετο εις «χρόνιες ελληνικές παθογένειες» και εις «λάθη» του Σταθμάρχη του ΟΣΕ στη Λάρισα, τον οποίον, ωστόσο, η πρώτη υπ’ αυτόν κυβέρνηση, έκρινε ικανό από αποθηκάριο να τον αναβαθμίσει σε Σταθμάρχη και να τον τοποθετήσει σε έναν κομβικό σταθμό, όπως είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός Λαρίσης.
Για την περίεργη αυτή προνομιακή κυβερνητική εύνοια προς τον εν λόγω υπάλληλο, η Κοινή Γνώμη δεν έμαθε τίποτε.
Φήμες αναφέρουν, ότι η «διαταγή» της αναβαθμίσεως τούτου, προήλθε από το Μέγαρο Μαξίμου.
Εάν η φήμη αυτή είναι ανυπόστατη και η Εντολή εξεπήδησε από Υπουργικά Γραφεία ή από γραφεία ηγετικών ή υπηρεσιακών στελεχών του ΟΣΕ, η Κοινή Γνώμη δικαιούται να πληροφορηθεί τα ονόματα ή άλλως, τις θέσεις που αυτοί κατείχαν, καθώς και την αντιμετώπιση που οι ίδιοι είχαν από τον πρωθυπουργό, δηλαδή, αν απεμακρύνθησαν από τις θέσεις τους ή παρέμειναν σε αυτές, επιβραβευθέντες διά την αναβάθμιση του ανωτέρω.
Εν πάση περιπτώσει, με την ανωτέρω δήλωσή του ο Πρωθυπουργός -εις την οποία λόγω της ιδιότητός του δεν εδικαιούτο- εμμέσως πλην σαφώς υπεδείκνυε, η ποινική δίωξη να περιορισθεί στην αξιόποινη πράξη της διαταράξεως της ασφαλείας της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας από αμέλεια του Σταθμάρχη, η οποία αποτελεί Πλημμέλημα, αρμοδιότητος του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.
Και, όντως, αυτό συνέβη. Το βασικό έγκλημα, διά το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη είναι το προαναφερθέν, αλλά αν τα δημοσιεύματα του Τύπου είναι ακριβή, η δίωξη προσέλαβε κακουργηματική μορφή, η οποία, όμως, κατά την εκδίκαση, αν το Δικαστήριο δεν δεχθεί ενδεχόμενο δόλο, θα μετατραπεί σε πλημμέλημα.
Έτσι ο μεν πρωθυπουργός θα κομπάζει ότι δικαιώθηκε και θα καλεί τα Κόμματα να «σεβασθούν» την απόφαση της Δικαιοσύνης, οι δε συγγενείς των θυμάτων θα θρηνούν και, συγχρόνως, τόσο αυτοί, όσο και όλος ο κόσμος θα εξακοντίζουν κατάρες και κατά της Κυβερνήσεως και κατά της Δικαιοσύνης.
Για να μην εξελιχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, η μεν Κυβέρνηση οφείλει να αφήσει απερίσπαστη την Δικαιοσύνη και διά του Κρατικού μηχανισμού να διευκολύνει και να μην εμποδίζει τις ανακριτικές έρευνες, η δε Δικαιοσύνη να εφαρμόσει τους κειμένους Νόμους και να λειτουργήσει ως Δικαιοσύνη και όχι ως Σωματοφυλακή του κυρίου Μητσοτάκη.
Οφείλει άνευ δισταγμού και άνευ αναβολής, να ασκήσει συμπληρωματική δίωξη και για άλλα συρρέοντα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα και πρωτίστως για κακουργηματική έκρηξη, η οποία όταν εξεδηλώθη και εις τους τυφλούς ήταν φανερή.
β) Είναι, δεύτερον, η καθ’ ομολογίαν του υφυπουργού Χρ. Τριαντόπουλου, η «Εντολή» του Πρωθυπουργού προς τον ίδιο, να μεταβεί στα Τέμπη, ώστε σε συνεργασία με τις λοιπές Αρχές, να οργανώσει την «αποκατάσταση» της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, διά της πραγματοποίησεως εις το πεδίον της φονικής συγκρούσεως των δύο τρένων, των αναγκαίων προς τούτο εργασιών.
Το είδος, όμως, των εργασιών, οι οποίες επραγματοποιήθησαν (εκσκαφές, αποχωματώσεις, τσιμεντοστρώσεις, ασφαλτικές επιστρώσεις και μεταφορές δεκάδων τόνων χωμάτων μακράν του οικείου χώρου), υπό την επίβλεψη Κυβερνητικών αξιωματούχων, η εσπευσμένη έναρξη αυτών (τρεις ημέρες μετά το έγκλημα), η ανεμπόδιστη από τις Προανακριτικές αρχές εκτέλεση τούτων και η εντός τριών-τεσσάρων ημερών ολοκλήρωσή τους, μαρτυρούν, ότι βαθύτερος λόγος της «Εντολής» του Πρωθυπουργού ήταν η πλήρης αλλοίωση του οικείου χώρου και η εντεύθεν εξαφάνιση παντός αποδεικτικού στοιχείου, ως και η εξάλειψη κάθε ίχνους, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα απεκάλυπτε το είδος της επικινδύνου «ύλης», η έκρηξη της οποίας κατέστησε πιο τραγικές τις συνέπειες της μοιραίας συγκρούσεως των δύο τρένων.
γ) Είναι, τρίτον, η «αποχή» της Πυροσβεστικής, ως Προανακριτικής Αρχής, η οποία έχοντας αναλάβει τα ηνία της Προανακρίσεως, ώφειλε από την πρώτη στιγμή, αφ’ ης ετελέσθη αυτόφωρο έγκλημα, να εκτελέσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 251 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, «χωρίς χρονοτριβή», και μόνη της και χωρίς παραγγελία του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λαρίσης, τις ενδεικτικώς αναφερόμενες στο προαναφερθέν άρθρο, προανακριτικές πράξεις.
Να περιχαρακώσει κατ’ αρχήν τον χώρο, να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία, να εξασφαλίσει τα ίχνη του εγκλήματος, να ενεργήσει αυτοψίες, να ορίσει πραγματογνώμονες, να εξετάσει μάρτυρες κ.τ.λ. και να απαγορεύσει στην προκειμένη περίπτωση, διά παντός μέσου, την κατά τα άνω επιχείρηση αλλοιώσεως του οικείου περιβάλλοντος, μη υπακούοντας σε καμία άλλη Κυβερνητική ή Κρατική αρχή, ούτε στους ιεραρχικώς προϊσταμένους της.
Διότι, κατά τον Νόμο, πάντες οι προανακριτικοί υπάλληλοι, ενεργούντες ανακριτικές πράξεις, υπάγονται στον Εισαγγελέα και όχι στην Προϊσταμένη τους Αρχή.
Κατά τα Μέσα Ενημερώσεως, οι Προανακριτικοί Υπάλληλοι της Πυροσβεστικής δικαιολογούν την «αποχή» τους, προβάλλοντες «άνωθεν» Υπηρεσιακές Εντολές, διά των οποίων διετάχθησαν να απομακρυνθούν από τον χώρο, οπότε τίθεται το μέγα ερώτημα: Ποίος ιεραρχικώς Προϊστάμενος αυτών ή ποίος υπουργός θα απετόλμα να δώσει διαταγή απομακρύνσεως αυτών από τον τόπο του εγκλήματος, αν ο ίδιος δεν ήταν αποδέκτης άλλης Εντολής, εκπορευθείσης από «ψηλά».
Αν όλα αυτά συνέβησαν-διά τα οποία πρέπει να υπάρξει ποινική έρευνα- ένα είναι βέβαιον: Ότι το επίσημο Κράτος, διά των ενεργειών του (πράξεων και παραλείψεων) ομολογεί τον μετασχηματισμό του εις Παρακράτος.
δ) Είναι, τέταρτον, το έγγραφο του Πρωθυπουργού, διά του οποίου υπεδείκνυε την «αναβάθμιση» της ήδη διεξαγομένης κυρίας ανακρίσεως, διά της αντικαταστάσεως της Πρωτοδίκου από Εφέτη.
Την «αναβάθμιση» είχε επικαλεσθεί προηγουμένως και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όταν αφαίρεσε την δικογραφία των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη.
ε) Και είναι, πέμπτον, η επιμονή του Πρωθυπουργού να επαναλαμβάνει, κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων του σε τηλεοπτικούς σταθμούς, ότι η εμπορική αμαξοστοιχία δεν μετέφερε παράνομο φορτίο, δηλαδή χημικές ή άλλες ύλες, από τις οποίες προήλθε η έκρηξη.
Τοιουτοτρόπως, ο Πρωθυπουργός με την εμπλοκή του από την πρώτη στιγμή σε μία δικαστική υπόθεση, η οποία μετά από δύο χρόνια εξακολουθεί να συγκινεί και να συγκεντρώνει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του Λαού, μετέβαλε την καχυποψία σε πίστη, ότι οι επεμβάσεις του δεν απέβλεπον σε τίποτε άλλο, παρά μόνον στην συγκάλυψη όλων των πτυχών του εγκλήματος και στον στραγγαλισμό της Δικαιοσύνης.
Συγχρόνως, διά των παρεμβάσεών του ο Πρωθυπουργός παραβίασε την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
Αλλά δεν μας εκπλήσσει. Διότι επί των ημερών του στην Πρωθυπουργία, η Ελλάδα κυβερνάται ως το Πολίτευμα της να είναι απόλυτος Μοναρχία.
Το Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα εξετράπη εις Μονοπρόσωπον εξουσίαν, εις Πρωθυπουργικήν απολυταρχία. «Άπασαι αι εξουσίαι» πηγάζουν εκ του Πρωθυπουργικού Γραφείου. Ο μόνος Νόμος είναι η θέληση του Πρωθυπουργού.
Η Βουλή απλώς επικυρώνει τα νομοσχέδια του Πρωθυπουργικού Γραφείου, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή επί της διαμορφουμένης εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής.
Έχοντας ιδιοκτησιακή αντίληψη επί του Κράτους, θεωρεί, ότι αφ’ ης ο Λαός του έδωσε Εντολή να κυβερνήσει και να διοικήσει τη χώρα, μία εξουσία υπάρχει.
Και αυτή είναι η Εκτελεστική-Κυβερνητική και ειδικότερα η Πρωθυπουργική, εις την οποίαν όλες οι άλλες εξουσίες οφείλουν υποταγή.
Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια.
*Ο Αναστάσιος Κανελλόπουλος είναι τ.αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
ΠΗΓΗ