ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΒΟΗΘΑΕΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ , ΤΙΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ ΜΕ ΚΑΘΕ ΑΠΛΟ ΠΟΛΙΤΗ ,ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΡΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΑΝΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΕΤΟ ΜΑΣ ΤΟΝ ΑΡΤΕΜΗ ΜΑΣ.
Σ’έναν όμορφο κήπο,που ο ήλιος τον έλουζε όλη την ημέρα και τα νερά έτρεχαν παντού τριγύρω του, κάποιοι καλοί κηπουροί είχαν φυτέψει τριανταφυλλιές.
Κόκκινες, ροζ, άσπρες, με μικρά και με μεγάλα τριαντάφυλλα, όλες μυρωδάτες κι ευωδιαστές.
Τα καταπράσινα φύλλα τους έλαμπαν από υγεία και τα μπουμπούκια τους άντεχαν στο χρόνο ενώ όταν άνθιζαν μοσχοβολούσε ο αέρας και γέμιζε μέλισσες ο τόπος.
Οι πρώτοι κηπουροί που φύτεψαν τον κήπο ,έδωσαν τη θέση τους σε άλλους, επίσης άξιους κηπουρούς, που πρόσεχαν και φρόντιζαν τον κήπο, είχαν άριστες γνώσεις κηπουρικής και με χαρά και υπευθυνότητα σκάλιζαν, πότιζαν και κλάδευαν τα όμορφα φυτά. Μιλούσαν μαζί τους και τα μάτια τους ήταν άγρυπνα για να παρατηρούν κάθε ζιζάνιο και κάθε έντομο που θα πρόσβαλε τα φυτά,ώστε να το ξεκάνουν πριν προλάβει να αρρωστήσει τις τριανταφυλλιές. Τα λουλούδια, καμάρωναν κι άνθιζαν , δίνοντας τα πιο όμορφα αρώματα, μέσα στην ασφάλεια του κήπου και στις φροντίδες των άξιων κηπουρών.
Όμως, περνώντας τα χρόνια, οι κηπουροί γέρασαν και τη θέση τους πήραν άλλοι, που καμιά σχέση δεν είχαν με τους πρώτους. Ετούτοι δε νοιαζόταν για το καλό των φυτών, ούτε γνώσεις είχαν αλλά ούτε και διάθεση να μάθουν. Έκοβαν τα φυτά χωρίς να τα προσέχουν, δεν μιλούσαν πλέον μαζί τους, ενώ πολλά από αυτά τα άφηναν ακλάδευτα, απότιστα κι απεριποίητα.
Κάποια στιγμή ο αέρας έφερε πολλούς σπόρους από ζιζάνια, τα οποία φύτρωσαν κοντά στις ρίζες των φυτών, μεγάλωσαν γρήγορα κι άρχισαν να πνίγουν τις όμορφες τριανταφυλλιές. Οι κηπουροί έβλεπαν αλλά δεν νοιαζόταν καθόλου και δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να γεμίσει ο κήπος με λογής λογής αγριόχορτα κι έντομα που κατέτρωγαν τα φύλλα και τα μπουμπούκια των φυτών.
Ο κήπος μαράζωνε μέρα με τη μέρα, οι τριανταφυλλιές αρρώσταιναν και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως στο πέρασμα του χρόνου, ξέχασαν πόσο όμορφες ήταν κάποτε, πόσο ευωδίαζαν κι έτρεφαν τις μέλισσες. Ξέχασαν πόσο καλοί ήταν οι πρώτοι κηπουροί τους και σταμάτησαν να ονειρεύονται και να είναι περήφανες που ήταν τριανταφυλλιές και που βρισκόταν στον πιο όμορφο κήπο.
Άλλωστε , ο κήπος τώρα δεν είχε καμιά σχέση με εκείνον τον πρώτο. Οι ανάξιοι κηπουροί, είχαν κλείσει όλες τις πηγές με τα τρεχούμενα νερά, ψέκαζαν το ουρανό για να μην θρέφει ο ήλιος τα φυτά κι άφησαν όλα τα αγριόχορτα να κατακλύσουν τον κήπο και να αρρωστήσουν τις τριανταφυλλιές.
Ήρθαν κι άλλοι κηπουροί, το ίδιο ανάξιοι κι άρχισαν να ψεκάζουν με φυτοφάρμακα που έκαναν τα μπουμπούκια να ανθίζουν πιο γρήγορα και να πεθαίνουν πιο γρήγορα. Οι τριανταφυλλιές μας, δεν είχαν καμιά μνήμη του χτες, ένιωθαν μειονεκτικά μπροστά στα αγριόχορτα που με θράσος τις τύλιγαν και τις απομυζούσαν.
Σχεδόν ντρεπόταν που ζούσαν σ’ αυτόν τον κήπο και θα προτιμούσαν να είναι κάποιο ζιζάνιο ή αγριόχορτο παρά τριανταφυλλιές.
Ο κήπος αργοπέθαινε, οι κηπουροί αδιαφορούσαν και με τις ηλίθιες ενέργειες τους τον κατέστρεφαν όλο και περισσότερο , ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε να πετάει πάνω από τον κήπο ένα μεγάλο πουλί. Ήταν ένας αετός, που γνώριζε καλά και είχε δει παλιότερα και είχε θαυμάσει την ομορφιά των λουλουδιών. Είδε τώρα το κακό και τη συμφορά που έφεραν οι ανεύθυνοι και ανάξιοι κηπουροί του και πλησιάζοντας , κάθισε πάνω σ’ένα κλαδί κι άρχισε να εμψυχώνει και να ξυπνάει τις τριανταφυλλιές, θυμίζοντας τους πόσο καταπληκτικά φυτά είναι και πόσο όμορφο έκαναν κάποτε τον κήπο.Πως αυτός ο κήπος είναι δικός τους και δεν πρέπει να ντρέπονται, ούτε και να μαλώνουν μεταξύ τους αλλά ούτε και να ζηλεύουν τα ζιζάνια. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να διώξουν τους άχρηστους κηπουρούς που αυτοί έφταιγαν εξ ολοκλήρου για την καταστροφή των πάντων.
Η φωνή του έδωσε πολύ δύναμη στα φυτά , που άρχισαν να μιλάνε πάλι μεταξύ τους και να στήνουν σχέδια για το πως θα ξαναφτιάξουν τον κήπο τους.
Οι άθλιοι κηπουροί όμως έπιασαν τον αετό και τον φυλάκισαν σε ένα κλουβί, για να μην τον βλέπουν και να μην τον ακούνε οι τριανταφυλλιές.
Μα ο άνεμος ,που είχε δει κι εκείνος το κακό, πήρε τη φωνή του αετού, (που δεν σταμάτησε λεπτό να εμψυχώνει τις τριανταφυλλιές) και την ταξίδευε πάνω από τον κήπο.
Οι τριανταφυλλιές , ακόνισαν τα αγκάθια τους κι ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη μάχη. Έδωσαν η μια στην άλλη υπόσχεση πως θα πολεμούσαν ώσπου να ελευθερώσουν τον κήπο τους από τους άχρηστους κηπουρούς και να επιτρέψουν τη φροντίδα του μόνο σε εκείνους που θα τον καθάριζαν από ό,τι ξένο και βλαβερό και που αληθινά θα νοιαζόταν για την προκοπή ολόκληρου του κήπου.
Και ήρθε καιρός, που μόλις πλησίαζαν οι κηπουροί να αγγίξουν κάποιο φυτό, εκείνο όρθωνε τα αγκάθια του και ήξερε ακριβώς που να τρυπήσει.
Ώσπου, η δύναμη, η ομόνοια και η έντονη επιθυμία των φυτών για ελευθερία και υγεία, έφεραν κοντά στον κήπο άξιους κηπουρούς που σκοπός τους ήταν να τον απαλλάξουν από κάθε κακοποιό στοιχείο.
Ο κήπος ξαναζωντάνεψε κι έγινε πολύ πιο όμορφος απ,ότι ήταν κάποτε, οι τριανταφυλλιές έμαθαν να προσέχουν και είχαν πάντα τα αγκάθια τους έτοιμα ώστε να μην επιτρέψουν σε κανέναν άθλιο και ύπουλο κηπουρό να καταστρέψει ξανά τον κήπο.
Όσο για τον αετό, εκείνος πέταγε ψηλά αλλά κάπου κάπου κατέβαινε στον κήπο να καμαρώσει την ομορφιά του και να εμψυχώσει τις υπέροχες τριανταφυλλιές…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΡΑΝΙΚΟΥ
Διαδίκτυο, κάνε τη δουλειά σου.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:
τα σχόλια είναι κλειδωμένα.