Χρόνος ανάγνωσης: 9 λεπτά
«Ελληνική Νομαρχία» Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
«Ελληνική Νομαρχία» Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

«Ελληνική Νομαρχία» Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Το έτος 1806 στην Ιταλία κυκλοφόρησε ένα επαναστατικό κείμενο, που έμελλε να γίνη η ιδεολογική διακήρυξη της ελληνικής επανάστασης του 1821. Το έργο αυτό τιτλοφορήθηκε «Ελληνική Νομαρχία», και ο συγγραφέας του παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα, εφ’ όσον επέλεξε την οδό της ανωνυμίας.Αξίζει να δούμε τι γράφει για τον ρόλο της Εκκλησίας στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία. (ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΝ, ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΟΜΟΙΑΖΟΝ ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝ ΓΕΝΕΣΕΙ…..
«…..Αὗται αἱ τυραννίαι, ὦ Ἕλληνες, εἶναι συνθεμέναι ἀπό θεοκρατίαν καί ὀλιγαρχίαν.
Ἡ δέ θεοκρατία εἶναι ὁ κλῆρος: Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάττοντες ἕνα σκοπόν, καθόλου διάφορον ἀπό τούς λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν μέ τό μέσον τῆς θεότητας νά καταδυναστεύσουν τούς συμπολίτας των, καθώς μέχρι τῆς σήμερον μέ τήν ἀμάθειαν καί κακομάθησιν ἐπέτυχαν τοῦ σκοποῦ των.
Αὐτοί, καλύπτοντες μέ τίτλον ἁγιότητας τά πλέον φανερά ψεύματα, ἐγέμισαν τούς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπό μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε, ἀντί νά ὀνομάσουν ψεῦμα τό ἀδύνατον, τό ὀνομάζουν ἅγιον…».
«Ἀπό τότε λοιπόν ἕως εἰς τούς 364 χρόνους μετά χριστόν, ὅπου διεμοιράσθη τό Ρωμαϊκόν βασίλειον εἰς Ἀνατολικόν καί Δυτικόν, οἵ Ἕλληνες ὑπέκειντο εἰς φοβεράν τυραννίαν καί ἐπαθαν ἀνήκουστα βάσανα καί ταλαιπωρίας ἀπό τούς δια­φόρους σκληρότατους ἰμπεράτωρας, ὅπου ἡ Ρώμη τούς ἔπεμπεν.
Δέν ἐδύναντο νά ἐλεφθερωθῶσι ἀπό τοιοῦτον ζυγόν (ἀγκαλά καί τά ἤθη των νά μήν ἦσαν παντάπασιν διεφθαρμένα καί νά ὑπέκειντο εἰς ξένην ἀρχήν), ἐπειδή ἡ ἐπικράτεια ἦτον μεγαλωτάτη καί δέν ὑπέφερον ὅλοι ἐξ ἴσου τάς δυστυχίας καί ἐξακολούθως δέν ἠμπορούσαν νά ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί, διά νά ἐξολοθρεύσουν τούς τυράννους των .

Ἀπό τότε λοιπόν ὁπού ἐστερεώθη ὁ χριστιανισμός ἕως εἰς τούς 1453, ἀντί νά αὐξήσουν τά μέσα τῆς ἐλευθερώσεως των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο.

Ἡ δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε καί μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καί πατριαρχῶν κατεκυρίευσε τάς ψυχάς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά ἐπεμελοῦντο εἰς τό νά διοικῶσι τόν λαόν καθώς ἔπρεπε, ἄλλο δέν ἐστοχάζοντο παρά νά φιλονικῶσι καί νά κτίζωσιν ἐκκλη­σίας.
Τότε εἰς τήν Ἑλλάδα ἐφάνησαν τρεῖς κυριότητες: ἡ Τυραννία, τό Ἱερατεῖον καί ἡ Εὐγένεια, αἱ ὁποῖαι διά ἕνδεκα αἰῶνας σχεδόν κατέφθειραν τούς Ἕλληνας καί κατερήμωσαν τήν Ἑλλάδα. Ἡ ματαιότης τῶν πατριαρχῶν καί παπῶν ἐπροξένησε τό σχῖσμα ἀναμέσον ἡμῶν καί τῶν λατίνων. Καί ἡ δεισιδαιμονία ἥνωσεν εἰς αὐτό ἕν μῖσος φοβερόν μέχρι τῆς σήμερον.
Ἀφοῦ, λέγω, τό Ἱερατεῖον ἠθέλησε νά ἑνωση τά ἐκκλησιαστικά ἐντάλματα μέ τούς πολιτικούς νόμους, διά νά τιμᾶται ἐν ταυτῷ καί νά ὁρίζῃ χωρίς δυσκολίαν, ἐκατάλαβεν ὅτι ἀναγκαῖον ἦτον πρότερον νά τυφλώσῃ τόν λαόν μέ τήν ἀμάθειαν, διά νά στερέωσῃ καλλιότερα τόν σκοπόν του. Καί ὄντως ἐπροσπάθησε νά ἐσβήσῃ κάθε σπουδήν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ὑπερασπίσθη τήν ἀμάθειαν.
Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁπού πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νά μαρανθῶσι, τά σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν καί ἡ ἀλήθεια μέ τήν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δέν εὑρίσκετο εἰμή τά πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δέν ἡμπο­ροῦσε νά ἀναγνώσῃ εἰμή τά θαύματα καί τούς βίους τῶν ἁγίων.
Καί οἱ ταλαίπω­ροι Ἕλληνες, ἀγκαλά καί φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπό τό φῶς τῆς φιλο­σοφίας, ἔγιναν σχεδόν δοῦλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δέ ἀπό τήν ἀμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν ὑπήκουον καί ἐφοβοῦντο τούς τυράννους των, χωρίς νά ἠξεύρουν τό διατί.

Ἕνας ἀφορισμός τοῦ ἀρχιερέως ἐτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ἀνθρώπων.

Ὦ δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά εἶσαι ἀνάμεσα εἰς τά ἀνθρώπινα πά­θη καί πόσον οὐτιδανώνεις τήν ἀνθρωπότητα, ὅταν κυριεύσῃς τάς ψυχάς τῶν ἁπλῶν καί ἀμαθῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι τόσον ἀπομωρώνονται, ὅπου τρέμουσιν εἰς τήν ψευδή λαλιάν σου, καθώς τά βρέφη φοβοῦνται ἕνα ὄφιν ξύλινον ἤ ἕνα χαλκοῦν λέ­οντα.
…..Ἂς εἰσέλθωμεν τώρα εἰς τὴν διήγησιν τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἡ ὁποία ὄχι ὀλίγον θέλει μᾶς παραστήσει τὰ κακά, ὁποὺ προξενεῖ ἡ κατάχρησις τῶν χρημάτων. Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, λοιπόν, εὑρίσκεται ὁ πατριάρχης καὶ ἡ Σύνοδος· ἄλλος πατριάρχης εὑρίσκεται εἰς Ἀλεξάνδρειαν· ἄλλος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἄλλος εἰς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ πρῶτος ὀνομάζεται οἰκουμενικός. Καὶ ἂν ἄλλο δὲν σημαίνῃ αὐτὸς ὁ γελοιώδης τίτλος μαζὶ μὲ τοὺς τόσους ἄλλους ὁποὺ λαμβάνει, φανερώνει ὅμως, ὅτι οἱ ἄλλοι τρεῖς πατριάρχαι ὑπόκεινται εἰς αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν διαμοιράζει εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους, καὶ πολλάκις πέμπει καὶ ἐκεῖ ὁποὺ δὲν εἶναι χριστιανοί, τόσας ἑκατοντάδας ἀρχιεπισκόπους, ἐξ ὧν ὁ καθεὶς ἔχει τέσσαρας ἢ πέντε ἐπισκοπάς, εἰς τὰς ὁποίας πέμπει καὶ αὐτὸς τόσους ἐπισκόπους.

Αὐτὸ εἶναι τὸ σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ὁ τρόπος δὲ τῆς διοικήσεως εἶναι ὁ ἀκόλουθος:

Ἡ Σύνοδος ἀγοράζει τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ἀντιβασιλέα διὰ μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, ἔπειτα τὸν πωλεῖ οὗτινος τῆς δώσῃ περισσότερον κέρδος, καὶ τὸν ἀγοραστὴν τὸν ὀνομάζει πατριάρχην. Αὐτός, λοιπόν, διὰ νὰ ξαναλάβῃ τὰ ὅσα ἐδανείσθη διὰ τὴν ἀγορὰν τοῦ θρόνου, πωλεῖ τὰς ἐπαρχίας, ἤτοι τὰς ἀρχιεπισκοπάς, οὗτινος δώσῃ περισσοτέραν ποσότητα, καὶ οὕτως σχηματίζει τοὺς ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πωλῶσι καὶ αὐτοὶ εἰς ἄλλους τὰς ἐπισκοπάς των. Οἱ δὲ ἐπίσκοποι τὰς πωλῶσι τῶν χριστιανῶν, δηλαδὴ γυμνώνουσι τὸν λαόν, διὰ νὰ ἐβγάλωσι τὰ ὅσα ἐξώδευσαν. Καὶ οὗτος ἐστὶν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκλέγονται τῶν διαφόρων ταγμάτων τὰ ὑποκείμενα, δηλαδὴ ὁ χρυσός.
Ὁ τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον ἐκπληροῦσι τὰς ὑποσχέσεις των πρὸς τὸν λαὸν καὶ πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς νόμους, εἶναι ὁ ἀκόλουθος. Ὁ πατριάρχης, ἀφοῦ ἠξεύρει νὰ ἀναγνώσῃ δύο κατεβατὰ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ, κρίνεται ἄξιος τοιαύτης ἀρχῆς ἀπὸ τὴν Σύνοδον, αὐτὴ δὲ ἠξεύρει νὰ ἀναγνώσῃ περισσότερον ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Διὰ νὰ γράψῃ, δὲν ἐρωτᾶται ἂν ἠξεύρῃ, ἐπειδὴ δὲν τοῦ εἶναι ἀναγκαῖον. Μάλιστα, τὸ ὄνομά του τὸ γράφει μὲ τόσα κλωθογυρίσματα – εἰς τὸ ὁποῖον τὸν μιμοῦνται καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ ἐπίσκοποι καὶ μερικοὶ πρωτοσύγκελλοι – ὁποὺ καὶ ἀνορθόγραφον ἂν εἶναι, ὅπερ καὶ πιθανώτατον, κανεὶς δὲν τὸ καταλαμβάνει, καὶ διὰ τοῦτο φυλάττει γραμματικούς, νέους προκομμένους, ἔχει δὲ καὶ τὸν πρωτοσύγκελλον καὶ ἀρχιμανδρίτην, οἵτινες ὁπωσοῦν μετριάζουν τὴν θηριότητα τῆς ἀμαθείας τοῦ κυρίου των.

Ἡ πρώτη ἔγνοια τοῦ πατριάρχου, λοιπόν, εἶναι νὰ ἀποκτήσῃ τὴν φιλίαν τῶν φίλων τῆς Συνόδου, ὁπού, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι αἱ γυναῖκες τῶν πρώτων ἀρχόντων, ἤτοι πλουσίων ἀμαθῶν τοῦ Φαναρίου.

Καὶ αὐτὸ τὸ κάμνει διὰ δύο αἴτια: Πρῶτον μέν, διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ κλέπτῃ μὲ περισσότερον θάρρος, δεύτερον δὲ νὰ κλέπτῃ διὰ περισσότερον καιρόν, ὡσὰν ὁποὺ αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἔχει ὅλα τὰ μέσα εἰς τὴν ὀθωμανικὴν δυναστείαν, καὶ ἐξακολούθως, ὅταν ὁ πατριάρχης, δὲν τῆς ἀρέσκῃ, εὐθὺς τὸν ἐξορίζει. Καὶ δὲν τῆς ἀρέσκει πάντοτε, ὅταν δὲν ὁμογνωμῇ μὲ αὐτήν, καὶ ὅταν δὲν ὑπογράφῃ, χωρὶς νὰ ἀναγνώσῃ ὅ,τι γράμμα τοῦ παραδώσῃ.
Ἡ ἀμάθεια τοῦ λαοῦ ἀκόνισεν τόσον τὰ ἀρχιερατικὰ σπαθία, ὁποὺ κανεὶς δὲν τοὺς ἀντιστέκεται. Μ᾿ ἓν κατεβατὸν μὲ κατάρας, ὁποὺ ἡ πλέον διαβολικὴ διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δὲν ἤθελεν ἠμπορέσει νὰ ἐφεύρῃ, τὸ ὁποῖον ὀνομάζουσιν ἀφορισμόν, ἐκδύουσι καὶ πλουσίους καὶ πτωχούς.
Καὶ ἂν πολλάκις μ᾿ ἕτερον κατεβατὸν μ᾿ εὐχάς, εὐλογίας καὶ συγχώρησιν, διαλύουσι τὸν ἀφορισθέντα, δι᾿ ἄλλο τέλος δὲν τὸ κάμνουσι, παρὰ διὰ νὰ ἠμπορέσωσι νὰ τὸν ξαναφορίσωσι. Ἐπειδὴ τὸν ἀφορισθέντα δὲν δύνανται νὰ τὸν ξαναφορίσωσι, ἂν πρῶτον δὲν τὸν συγχωρήσωσι .

Μετὰ τὸν ἀφορισμόν, ὁποὺ εἶναι τὸ πρῶτον τους ἄρμα, ἕπονται οἱ ἁγιασμοὶ καὶ τὰ μνημόσυνα .

Καὶ τέλος πάντων, τὸ μεγαλείτερον κέρδος των εἶναι αἱ κληρονομίαι καὶ τὰ χαρίσματα ). Ἂν εἰς αὐτὰ εὕρῃ ἀνθίστασιν, τότε εὐθὺς ἀφορίζει, δὲν δίδει τὴν ἄδειαν τῶν ἱερέων νὰ βαπτίσουν τὸ γεννηθὲν βρέφος, οὔτε νὰ θάψουν τὸν νεκρόν.
Ἀλλὰ ποῦ νὰ διηγηθῶ, ὅσα ἡ μιαρά των ψυχὴ ἐφευρίσκει! Φθάνει λοιπὸν νὰ ἠξεύρετε, ὅτι, ὅσα καὶ ἂν κάμνωσι, τὰ κάμνοσι διὰ χρημάτων, καὶ πληρώνοντάς τους τινὰς ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὴν συγχώρησιν διὰ κάθε ἁμάρτημα. Τόσον ἐβαρβαρώθη καὶ οὐτιδανώθη ἡ κλάσις τῆς ἱερωσύνης τῶν Ἑλλήνων! .
Πῶς ἆραγε ζῶσιν αὐτοὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι εἰς τὰς μητροπόλεις των καὶ ὁποῖαι εἰσὶ αἱ ἀρεταί των; Τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι . Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ (. Καὶ οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς τόσοι ζέφυρες.

Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους.

Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας. Ἀνεκδιήγητα εἶναι τὰ ἀνομήματά των καὶ ἡ σκληρότης των διαπερνᾶ κατὰ πολλὰ ἐκείνην τῆς ἰδίας παρδάλεως.
Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι».
Αὐτοί, λοιπόν, περιφέρονται εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν ἐκδύουσι τοὺς πολλὰ ἀθώους χωριάτας, καὶ μάλιστα τὰς γυναῖκας. Ὅταν δὲν τοὺς εὑρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος ἁρπάζουσι ἓν φόρεμα, τίνος ἓν ἐργαλεῖον τῆς γεωργικῆς, τίνος ἓν στολίδι τῆς γυναικός του, καὶ φθάνουσι νὰ τοὺς παίρνουσιν ἕως καὶ τὰ δοχεῖα τῶν φαγητῶν.
Ἀπὸ ἄλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλὰ σιτάρι ἢ τόσον κρασί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, τοὺς γυμνώνουσι, καὶ ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσι καὶ φεύγουσι. Πολλάκις δὲ περιέρχεται ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος εἰς τὰ χωρία, καὶ τότε πλέον ἀκολουθοῦν τὰ χειρότερα. Αὐτὸς ὁ ἀναίσχυντος καὶ βάρβαρος καὶ ἀμαθέστατος ἄνθρωπος, ἀφοῦ τρώγει δι᾿ ὅσας ἡμέρας μένει εἰς τὸ χωρίον ἀπὸ τὴν πτωχὴν κοινότητα, ἀφοῦ ἁρπάζει ὅσα περισσότερα δυνηθῇ, τότε ἀφορίζει ἕνα δύο, καὶ ἄλλους τόσους κάμνει παπάδες, καὶ ἔπειτα φεύγει.

Ὁ τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει ἄξιον, ἕνα χωριάτην, τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ὁ ἀκόλουθος.

Πρῶτον τοῦ ζητεῖ ἑκατόν, ἢ περισσότερα, ἢ ὀλιγότερα γρόσια, καὶ τὰ λαμβάνει, ἔπειτα τὸν ρωτᾶ, ἂν ἠξεύρῃ γράμματα, ἤτοι νὰ γράψῃ καὶ νὰ ἀναγνώσῃ, ὕστερον τοῦ φέρει τὸ Ψαλτήριον, καὶ αὐτὸς ἀναγινώσκει ἓν κατεβατόν, καὶ εὐθὺς τὸν κάμνει ἱερέα.
Ἡ ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ἱερέων εἶναι ἄκρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι κατὰ συμβεβηκὸς ἀποκαθίστανται ἀρχιμανδρῖται, ἔπειτα δὲ κερδίζοντας, ἀγοράζουν ἐπισκοπάς, καὶ ἐξακολούθως γίνονται ἀρχιεπίσκοποι καὶ ὄχι ὀλίγας φορὰς πατριάρχαι. Ὅθεν, ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἐκκλησίας κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν ποταπότητα, καὶ οἱ περισσότεροι εἶναι ἀμαθέστατοι .
Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται ἐκεῖνοι οἱ πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια – δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται – μὲ κάποιας πανταχούσας .
Αὐτοὶ εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν, ἀρχινοῦσιν ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι.
Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ κόκκαλά του . Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων.

Τὰ δὲ μοναστήρια αὐτὰ ἔχουσιν εἰς κάθε πολιτείαν ὑποστατικὰ καὶ ὀσπίτια, τὰ ὁποῖα καλοῦσι μετόχια καὶ τὰ κατοικοῦσιν αὐτοὶ οἱ περιηγηταί. Ἐκεῖ μετροῦσι τὰ κλεφθέντα χρήματα, διὰ νὰ λάβωσιν αὐτοὶ κρυφίως τὰ μισὰ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ τὰ ὑπάγωσιν εἰς τὰ μοναστήριά των .

Αὐτὰ τὰ τέρατα λοιπόν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τοὺς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕνας ἀναστεναγμός, συνηθίζουν κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν ἀπάθειαν, καὶ φθάνουσιν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὁπού, ὁ κόσμος καὶ ἂν χαλάσῃ, τίποτε δὲν τοὺς μέλει.

Εἶναι δὲ κατήγοροι εἰς τὸ ἄκρον, καὶ ἂν εἰς καμμίαν πολιτείαν εὑρεθῇ τινάς, ἢ ἱερεύς, ἢ λαϊκός, νὰ εἶναι ὁπωσοῦν προκομμένος, αὐτοὶ τὸν ἔχουσι διὰ ἐχθρόν τους ἀθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι εἰς τὰ ὀσπίτια, εὐθὺς μὲ ἄκρον ὑποκριτικὸν τρόπον τὸν κακολογοῦσι, τὸν κηρύττουσιν εὐθὺς ἀνευλαβῆ καὶ ἄθεον.

Ὁ μεγαλείτερος στοχασμός των εἶναι νὰ κρύπτωσι τὴν ἀμάθειάν των, καὶ διὰ τοῦτο ζητοῦσι πάντοτε νὰ συνομιλῶσι μὲ τὰς γυναῖκας.

Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων. Τόσαι ἑκατοντάδες μοναστήρια, ὁποὺ πανταχόθεν εὑρίσκονται, εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.

Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἀθλία καὶ φοβερὰ κατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἱερατείου, καὶ ἡ πρώτη αἰτία ὁποὺ ἀργοπορεῖ τὴν ἐλεφθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος.

Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλεφθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν;
Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν;
Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; Μᾶς ἀνέφερον ποτὲ πῶς διοικεῖται ὁ κόσμος καὶ ὁποία εἶναι ἡ καλλιτέρα διοίκησις; Μᾶς ἐξήγησαν ποτὲ τί ἐστὶ ἀρετή, καὶ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τινάς, καὶ πότε λάμπει ἡ ἀρετή; Καὶ ποῖος νὰ μᾶς τὰ εἰπῇ, ἂν δὲν τὰ λέγουσιν αὐτοί;
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν . Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι.

Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες:

«Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». Καὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καὶ τὸ ρητὸν «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει».
Ὅτι ἡ τυραννία εἶναι μισητὴ καὶ ἀπὸ τὸν θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι εἶναι κακόν, ποῖος δὲν τὸ ἠξεύρει; Πῶς ἐσεῖς λοιπὸν τὴν παρασταίνετε σχεδόν – σχεδόν, ὡς ἕνα καλὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας; Ποῖος φίλος παρηγορεῖ τὸν φίλον του διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, πρὶν ἀπεθάνῃ;
Καὶ ἐσεῖς, ὁποὺ ὀνομάζεσθε ὑπερασπισταὶ καὶ φίλοι τῆς ἀνθρωπότητος, παρηγορεῖτε τοὺς Ἕλληνες, ὡσὰν νὰ εἶχαν χάσει τὴν πατρίδα των, καὶ τοὺς νομίζετε ὡσὰν τοὺς Ἑβραίους; Τί ἄλλο λέγουσιν οἱ φίλοι ἑνὸς υἱοῦ, ὁποὺ ἔχει τὸν πατέρα του ἄρρωστον, εἰμὴ ὅτι νὰ ἐλπίζῃ, νὰ κράξῃ ἰατρούς, καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ;

Διατί καὶ ἐσεῖς δὲν λέγετε τὰ ἴδια πρὸς τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν ἀσθενῆ πατρίδα των, ἀλλὰ συμβουλεύετε ὅλον τὸ ἐναντίον ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ εὐαγγέλιον παραγγέλλει; Ἐσεῖς οὐχί, οὐχί! δὲν εἶσθε ποιμένες, οὔτε ὁδηγοὶ τοῦ φωτός, ἀλλὰ λύκοι, καὶ ἡ καθέδρα τοῦ σκότους εἶσθε, ὦ ψεῦσται καὶ ὑποκριταί. Ἕως πότε ἡ ἀμάθεια θέλει καλύπτει τὴν μιαράν σας ψυχὴν μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑποκρισίας;

Ὦ ἀδελφοί μου Ἕλληνες, ἴσως δὲν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν ἔχουσι τὰ λόγια τῶν καλογήρων καὶ τῶν πνευματικῶν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλουστάτων ἀκροατῶν.

Πόσον ὀγληγορώτερα ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, ἂν οἱ πνευματικοὶ δὲν ἦτον ἀμαθεῖς, καθὼς εἶναι, καὶ ἂν ἐδίδασκον εἰς τὴν ἐξομολόγησιν μὲ γλυκὰ λόγια τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀρετήν, τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν ὁμόνοιαν, καὶ ὅλα τὰ μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας. Ἀλλὰ πῶς νὰ φωτίσουν οἱ ἐσκοτισμένοι καὶ νὰ διδάξουν οἱ ἀμαθεῖς; Ἂς σιωπήσουν τὸ λοιπόν, ἂν δὲν ἠξεύρουν τί νὰ εἰποῦν.»
ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ Γεωργία Παπαδοπούλου

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ:

ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΥ ΦΕΡΕΙ ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ, ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.